Επιστημονικά Νέα

Αποτύπωμα θα δείχνει αν κάποιος έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών

Ένα νέο τεστ,το οποίο τα επόμενα χρόνια αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από την αστυνομία και θα μπορεί να δείξει εάν κάποιος έχει κάνει χρήση κοκαΐνης, απλά και μόνο από το αποτύπωμα του δακτύλου του.
 
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Analyst, αποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο τέστ είναι αξιόπιστο και αποδεικνύει με απόλυτη ακρίβεια εάν κάποιος κατανάλωσε κοκαϊνη και όχι μόνο αν απλώς την άγγιξε.
 
Για να φτάσουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές χρησιμοποίησαν διαφορετικά είδη από μία αναλυτική χημική τεχνική, γνωστή ως φασματομετρία μάζας, για την ανάλυση των αποτυπωμάτων ασθενών που προέρχονταν από προγράμματα αποτοξίνωσης. Τα αποτυπώματα τα συνέκριναν και τα διασταύρωσαν με αποτελέσματα από δείγματα σάλιου.
 
Παλαιότερα τέστ που είχαν χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών κατάφεραν να αποδείξουν εάν κάποιος είχε αγγίξει κοκαϊνη κι όχι αν έχει κάνει χρήση μ’αυτήν . Ενώ το συγκεκριμένο τέστ αποδείχθηκε πιο αξιόπιστο σε σχέση με τη χρήση της ουσίας:
 
«Όταν κάποιος έχει πάρει κοκαΐνη, εκκρίνει ίχνη βενζοϋλεκγονίνης και μεθυλεκγονίνης, καθώς μεταβολίζει το ναρκωτικό, και αυτοί οι χημικοί δείκτες είναι παρόντες στα ίχνη που αφήνουν τα δάχτυλα» αναφέρει η Μέλανι Μπέιλι, επικεφαλής της έρευνας, από το University of Surrey.
 
«Όσον αφορά στο δικό μας μέρος της έρευνας, ψεκάσαμε μία δόση διαλυτικού στο σλάιντ του δακτυλικού αποτυπώματος για να διαπιστώσουμε εάν υπήρχαν αυτές οι ουσίες. Το DESI (η εν λόγω τεχνική) έχει χρησιμοποιηθεί για έναν αριθμό εφαρμογών σήμανσης, αλλά δεν έχουν υπάρξει άλλες μελέτες που να έχουν δείξει χρήση του για εντοπισμό χρήσης ναρκωτικών».
 
Οι ερευνητές θεωρούν ότι οι εφαρμογές του τεστ θα μπορούσαν να έχουν μεγάλη επίδραση, καθώς τα τεστ χρήσης ναρκωτικών χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε υπηρεσίες παρακολούθησης/ επιτήρησης, σε φυλακές, δικαστήρια, υπηρεσίες επιβολής νόμου και προγράμματα απεξάρτησης κ.α.
 
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι υπάρχουσες μέθοδοι έχουν περιορισμούς, για παράδειγμα οι εξετάσεις αίματος απαιτούν εκπαιδευμένο προσωπικό και επίσης, υπάρχουν προβληματισμοί σε σχέση με την ιδιωτικότητα και τη διακριτικότητα, όσον αφορά στα τεστ ούρων, στα οποία ελέγχονται σωματικά υγρά, και παράλληλα μπορούν να υπάρξουν και βιολογικοί κίνδυνοι, ενώ συχνά απαιτούνται ειδικές προϋποθέσεις για την αποθήκευση και απόρριψη των υγρών, καθώς και για ανάλυση σε άλλο χώρο.
 
«Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής, σημειώνει η Μπέιλι, είναι ότι δεν είναι επεμβατική και είναι πιο «φιλική» από άποψης υγιεινής σε σχέση με τεστ σάλιου ή αίματος».
 
Η τεχνολογία αυτή αναμένεται να εμφανιστεί σε φορητά σετ δοκιμών για την αστυνομία μέσα στην επόμενη δεκαετία.
 
*Το τέστ ανακάλυψαν ερευνητές του Netherlands Forensic Institute, του National Physical Laboratory, του King’s College London και του Sheffield Hallam University, υπό την αιγίδα του University of Surrey.
Μετάβαση στο περιεχόμενο