Όχι δεμένα περίτεχνα σε κάποιο λαιμό, μα περασμένα στο κεφάλι. Θυμίζουν ντίβες παλιού αμερικάνικου κινηματογράφου, αλλά δεν είναι. Τουλάχιστον δεν είναι ηρωίδες κάποιας χολλυγουντιανής παραγωγής. Είναι απλά ηρωίδες της ζωής.
Είναι οι γυναίκες με το γυμνό κεφάλι, που έντυσαν την αρρώστια τους με χρώματα ζωηρά, έντονα. Την κάλυψαν με κομψά μαντήλια, στην προσπάθειά τους, κάθε θέα στον καθρέφτη να τους θυμίζει αυτό που στ’αλήθεια είναι. Θηλυκά δυνατά κι αποφασιστικά. Μαχήτριες της ζωής.
Η Πηνελόπη τ’αγαπούσε τα μαλλιά της. Ήταν η ομορφιά, η προίκα και το καμάρι της. Κόκκινα και πυκνά, σγουρά, ως τη μέση της πλάτης της. Ιεροτελεστία η προετοιμασία τους. Μετρητά πήγαιναν οι βουρτσιές. Παρακαταθήκη από τη γιαγιά που τη μεγάλωσε. Και οι συμβουλές μα και το χρώμα. Γονίδιο, που πηδούσε πάντα μια γενιά.
Δε σκέφτηκε μήτε το μαχαίρι, μήτε την πιθανότητα του θανάτου, όταν έμαθε για το σαράκι. Δε σκέφτηκε ούτε πως η κληρονομικότητα δρούσε εναντίον της. Βλέπεις τη μαμά της, την είχε χάσει στα πέντε. Μήτε τη θυμόταν καλά καλά. Θυμόταν μόνο εκείνα τα πολύχρωμα μαντήλια στο κεφάλι και τη χλωμάδα στο πρόσωπό της.
“Γιατί τα φοράς μαμά”, ρωτούσε.
Κι εκείνη της απαντούσε “Για να με βλέπεις πιό όμορφη αγάπη μου”.
Εκείνη τη φορά που είδε, κατά λάθος, γυμνό το κεφάλι της μαμάς, δε θα την ξεχάσει ποτέ.
Μόνο τα μαλλιά της σκέφτηκε λοιπόν όταν το έμαθε. Κι έβαλε την κόρη της, στην ίδια θέση μ’εκείνη, τριάντα χρόνια πίσω.
Ήταν τριάντα πέντε χρόνων, όταν την ενημέρωσαν πως στο στήθος της είχε έναν μικρό επισκέπτη. Ένα μικρό σβωλάκι μερικών χιλιοστών, που επεδίωκε να της αλλάξει τη ζωή. Βλέπεις δεν του αρκούσε να καθίσει ήσυχο στη ζεστασιά του κόρφου της. Κακιωμένο, απειλούσε την ύπαρξή της ολόκληρη.
Έκλαψε, πανικοβλήθηκε. Γρήγορα όμως συνήλθε. Έπρεπε.
Σαν όνειρο της φάνηκε το χειρουργείο. Ούτε που το κατάλαβε, πότε άρχισε, πότε τελείωσε, πότε τις έβγαλαν σωληνάκια και ράμματα.
Τα ζόρια της ήρθαν μετά. Όταν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη χημειοθεραπεία, άρχισε η απώλεια. Τούφες κόκκινες, σκόρπιες σε όλο το σπίτι. Δοκίμασε κάθε ματζούνι κι αλχημεία που της είχαν πει. Στάθηκε μάταιο.
Μόνη ξύρισε τα μαλλιά της, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου. Κάθε πέρασμα της μηχανής κι ένα δάκρυ. Και μια ανάμνηση, κόκκινη, άλικη σαν το αίμα που ένιωθε να στραγγίζει από την καρδιά της.
Κοιτάχτηκε. Ο καθρέφτης έλεγε ότι ήταν αυτή. Εκείνη πάλι ένιωθε μια ξένη μέσα στο ίδιο της το κορμί. Ταρακουνήθηκε στην ιδέα της παραίτησης.
“Δε θα σου περάσει ρε κερατά”, σκέφτηκε δυνατά.
Ο εχθρός που έτρωγε τη σάρκα της, δε θα έτρωγε και την ψυχή της.
Εκείνο το θεριό, που παραμονεύει και φωλιάζει μέσα στο ανθρώπινο κορμί. Αδιαφορώντας αν είναι νέο ή γερασμένο, αν έχει πράγματα να προσφέρει, αν έχει όνειρα, φιλοδοξίες, ανθρώπους που αγαπά, παιδιά που πρέπει να μεγαλώσει.
Αδιαφορώντας για την ψυχή που θα βασανίσει, πεινασμένο για σάρκα. Τρώει μέχρι να στραγγίξει την τελευταία ικμάδα ζωής, αφήνοντας πίσω του κομματιασμένες υπάρξεις, δίχως χρώμα, δίχως όρεξη για ζωή.
Ανθρώπους που μοιάζουν με φτηνές απομιμήσεις του εαυτού τους.
Γυναίκες που τους στερεί τη θηλυκότητα τους, τη γονιμότητα, το στήθος, τα μαλλιά, τη λάμψη του προσώπου τους. Τσακίζει συγχρονισμένα, μέσα κι έξω.
Καρκίνος, ο μέγας θεριστής.
Μα δε θα του περνούσε. Μπορεί να μην μπορούσε να πάρει τα πόδια της από τις ζαλάδες και την αδυναμία, μπορεί όλα να την οδηγούσαν σε μια ζωή μουντή κι ασπρόμαυρη αλλά αυτή θα τα κατάφερνε.
Εξήγησε στο παιδί της τα πάντα. Δεν κρύφτηκε στιγμή. Έπρεπε να ξέρει. Να παραδειγματίζεται, να μαθαίνει και στη χειρότερη των περιπτώσεων να είναι έτοιμο. Έτοιμο για την ώρα που εκείνη, νικημένη, θα αντάμωνε τα κόκκινα μαλλιά της νιότης της, σε μια φωτογραφία. Ζωηρόχρωμη και χαμογελαστή. Κι αν δεν κατάφερνε με τον αγώνα της να του δώσει τη μαμά του πίσω, όπως την ήξερε, θα του έδινε ένα μάθημα ζωής.
Θα του μάθαινε πως στη διάρκεια του χρόνου που μας δίνεται πάνω στην πλάση αυτή, συναντάμε ορατούς κι αόρατους εχθρούς. Εχθρούς που παλεύουν να κλέψουν από το είναι μας, την πιο διαλεχτή ουσία του. Είτε αυτοί λέγονται άνθρωποι είτε αρρώστια, εμείς οφείλουμε να είμαστε δυνατοί. Υπομονετικοί,επίμονοι. Ο χρόνος είναι δικός μας. Δεν τον κλέβουμε από κανένα και δεν τον χρωστάμε και σε κανένα. Γι’αυτό και τον διεκδικούμε.
Και η Πηνελόπη διεκδίκησε. Διεκδίκησε για όσα δεν είχε ζήσει ως τότε, για το παιδί της που ήθελε να το δει να μεγαλώνει, για τον άντρα της που αγαπούσε. Μα πάνω από όλα για την ίδια.
Ζωγράφισε πάνω στο χλωμό του προσώπου της, πολέμησε την αδυναμία και τον πόνο.Χρωμάτισε τη ζωή της με τα όμορφα φουλάρια της. Με χαμόγελο, με πείσμα, με αγάπη. Γατζώθηκε από όσα αρνιόταν να χάσει. Αυτά ήταν η δύναμή της.
Τα κατάφερε ή όχι, δε θα μάθουμε ποτέ. Άλλωστε αλλού είναι το δίδαγμα.Είναι άπειρες οι Πηνελόπες της ζωής. Ατέλειωτες οι ιστορίες που καθημερινά βιώνουμε ή ακούμε. Κάθε μία με τη δική της μοίρα, το δικό της αγώνα. Μα με μία και μόνη φιλοσοφία.
Η ζωή είναι δώρο. Μια φορά σου χαρίζεται και χίλιες πρέπει να τη διεκδικείς. Μπορεί να τα καταφέρεις και στις 1000, μπορεί μόνο στις 999. Σημασία έχει ότι αγωνίστηκες. Ότι γέλασες του εχθρού στα μούτρα και του υποσχέθηκες πως μαζί σου θα τα βρει σκούρα. Και να τα βρήκε. Για όσο…
Της Σταυρούλας που ήταν μαχήτρια. Και της Πόπης που την ακολούθησε τη μέρα της γιορτής της. Της Βαγγελιώς, της Χριστίνας και της Ευδοκίας που τα κατάφεραν. Της Πηνελόπης και της κάθε Πηνελόπης που κρύβουμε μέσα μας.
]]>