Το έντονο άγχος της εγκύου μπορεί να επηρεάσει τη ζωή του παιδιού της μέχρι και την εφηβεία. Σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο συνέδριο ECNP 2019 στην Κοπεγχάγη, το άγχος της εγκύου ‘περνά΄ στο έμβρυο και έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στη ζωή του.
*Θέλεις να ενημερώνεσαι άμεσα και έγκυρα; Να λαμβάνεις μέρος σε μεγάλους διαγωνισμούς;;; Κάνε LIKE στη σελίδα μας στο Facebook (Juniorsclub.gr) —–> ΕΔΩ
Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 3.000 παιδιά από τη μελέτη «Avon Longitudinal Study of Parents and Children» (ALSPAC) και φάνηκε ότι το μητρικό άγχος συνδέεται με υπερκινητικότητα του παιδιού, όχι όμως και με τα υπόλοιπα συμπτώματα της ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας).
Η επικεφαλής της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, δήλωσε: «Είναι η πρώτη φορά που το άγχος συνδέεται με την υπερκινητικότητα στη μετέπειτα ζωή αν και δε συμβαίνει το ίδιο με τη διάσπαση προσοχής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κάποια από τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ σχετίζονται με το άγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά όχι όλα. Γενικά, τα άγχη τα οποία βιώνει μια μητέρα μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και στην επόμενη γενιά».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, διαπιστώθηκε ότι το 28% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν μέτριο ή υψηλό άγχος. Από τα 3.199 παιδιά που παρακολουθήθηκαν τα 224 έδειξαν συμπτώματα υπερκινητικότητας με το ποσοστό αυτής να είναι διπλάσιο για τα παιδιά μητέρων μέτριου ή υψηλού άγχους.
Οι μελετητές κατέγραψαν τα επίπεδα σωματικών συμπτωμάτων άγχους (εφίδρωση, αϋπνία, ζαλάδα, τρόμος) σε 8.727 μητέρες από την πρώιμη εγκυμοσύνη μέχρι και τη στιγμή που το παιδί τους έκλεινε τα 5 έτη. Στη συνέχεια χώρισαν τις μητέρες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο του άγχους τους: χαμηλό άγχος, μέτριο άγχος, υψηλό άγχος.
Τα παιδιά συμπλήρωσαν τεστ προσοχής στα οκτώ έτη. Δε φάνηκε καμία διαφορά στα συμπτώματα διάσπασης προσοχής των παιδιών ανάλογα με τα επίπεδα άγχους των μητέρων τους αλλά βρέθηκε ότι στα 16 έτη τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν υποφέρει από μέτριο ή υψηλό άγχος είχαν πολύ περισσότερα συμπτώματα υπερκινητικότητας από εκείνα που δεν είχαν εκτεθεί σε άγχος.
Συγκεκριμένα το 11% των παιδιών με μητέρες «μετρίου άγχους» και το 11% των παιδιών με μητέρες «υψηλού άγχους» έδειξαν συμπτώματα υπερκινητικότητας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα παιδιά με μητέρες «χαμηλού άγχους» ήταν μόλις 5%. Τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν ακόμη και όταν οι συμμετέχοντες έλαβαν υπόψη τους κοινωνιοδημογραφικούς παράγοντες.
Ήδη προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η ψυχική υγεία της μητέρας επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού.