από την Μαρία Σκαμπαρδώνη
Δύο χέρια που στριμώχνουν ένα παιδικό κορμί και μέσα σε λίγα λεπτά διαστροφής και ιδρώτα, κάνουν μία αθώα ψυχή να χάσει την ανεμελιά, τη χαρά και την παιδικότητά της.
Άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας οι οποίοι απολαμβάνουν το σεβασμό της κοινωνίας και θεωρούνται σημαντικοί. Άνθρωποι που κάτω από τα ράσα ή το κουστούμι τους κρύβουν έναν επικίνδυνο νου ο οποίος μέσα στη θολούρα και τη διαστροφή του, ικανοποιείται με το να ασελγεί σε μικρά παιδιά και να τους καταστρέφει τα πιο αγνά τους συναισθήματα.
Εκπρόσωποι της θεοκρατίας και σκοταδιστικών απόψεων, οι οποίοι ξεσπάνε τα απωθημένα τους και την άγνοιά τους επάνω σε ανυποψίαστα σώματα παιδιών, καταστρέφοντάς τους μία για πάντα την ευκαιρία να ζήσουν μία φυσιολογική ζωή.
Η ντροπή βεβαίως, βαραίνει όλους εμάς. Μία κοινωνία η οποία ουσιαστικά μένει αμέτοχη επειδή φοβάται ‘’να ανακατευτεί’’, μία κοινωνία η οποία θεωρεί πως εκπληρώνει τα καθήκοντά της όταν κάνει μεγάλους σταυρούς την ίδια στιγμή που χωρίζει τα παιδιά της σε ‘’δικά μου’’ και σε ‘’ξένα’’.
Η ντροπή βαραίνει και όλους εμάς επειδή μάθαμε πως δεν πρέπει να ‘’ανακατευόμαστε’’, να μη φωνάζουμε όταν βλέπουμε το κακό να συμβαίνει δίπλα μας, που με ή χωρίς τη θέλησή μας γινόμαστε συνένοχοι σε εκείνους που δέρνουν τη γυναίκα τους ή λεκιάζουν τα όνειρα μικρών παιδιών.
Πόση παιδικότητα πρέπει να ακυρωθεί ακόμα για να γίνουν πιο σκληροί οι νόμοι σε περιπτώσεις κακοποίησης; Πόσα παιδιά πρέπει να καταστραφούν ώστε να προνοήσουμε πριν το κακό έρθει και χτυπήσει ‘’τη δική μας πόρτα;’’