από τον Πολυχρόνη Θωίδη, Οικονομολόγο – Φοροτεχνικό
Με προβληματισμό και φόβο θα υποδεχθούμε την σταδιακή μετάβαση στην «κανονικότητα» αφού οι λογαριασμοί ήδη παραλαμβάνονται κάτω από τις πόρτες των καταστημάτων. Μετά από την 3μηνη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας , η προσαρμογή στα νέα δεδομένα της επιτυχούς αντιμετώπισης της πανδημίας μόνο κανονικότητα δεν τι λες.
Προφανώς το παρελθόν και το παρόν δεν προσδιορίζει το μέλλον, όμως το επηρεάζει σημαντικά και ιδιαίτερα όταν η ανθρώπινη παρέμβαση δεν είναι αποφασιστική και άμεση.
Πολλές διαχρονικά είναι οι μελέτες που εκπονήθηκαν από πανεπιστήμια και ινστιτούτα σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις μιας πανδημίας και δυστυχώς δεν είναι αισιόδοξες. Βέβαια ας μην παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι δεν υπάρχει ανάλογη εμπειρία ως μέτρο σύγκρισης, αφού η προηγούμενη ήταν το 1918 με την πανδημία της «Ισπανικής» γρίπης η οποία όμως ήταν διαφορετική και σε ποιοτικά αλλά και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Μπορούμε όμως να πούμε ότι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η πανδημία τοποθετεί σε καραντίνα όχι μόνο τους νοσούντες ή τον ευάλωτο πληθυσμό αλλά και τον υγιή.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή κάθε οικονομικής δραστηριότητας τόσο στην χώρα μας όσο και σε διεθνές επίπεδο. Ιδιαίτερα για την χώρα μας που βασίζει πάνω από το 25% του ΑΕΠ στον τουρισμό, οι συνέπειες θα είναι αξιοσημείωτες.
Επί της ουσίας 4 μήνες συν το χρονικό διάστημα που θα χρειαστούμε ως προσαρμογή στα νέα δεδομένα δημιουργούν ένα ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον κυρίως για τα φτωχά και μεσαία νοικοκυριά.
Η Επιλογή μάλιστα της Ελληνικής κυβέρνησης να προχωρά αργά την παροχή οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων, την επιδότηση της αναστολής της εργασίας και όχι την εργασία, μη λαμβάνοντας μέτρα όμοια ή σχεδόν όμοια με αυτά των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών επιδεινώνει το ήδη δυσμενές κλίμα της εγχώριας αγοράς και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μείωση του χρόνου εργασίας και αύξηση των απολύσεων.
Στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή κοινότητα η ανεργία καλπάζει παρά το γεγονός ότι έχουν λάβει οικονομικά μέτρα στήριξης σε χρόνο και βάθος καλύτερα από την χώρα μας. Ωστόσο, οι ευρωπαίοι εταίροι αδυνατούν να δεχθούν ότι η επερχόμενη οικονομική κρίση μπορεί να αντιμετωπισθεί με την έκδοση του ευρωομολόγου , όπου το χρέος θα βαρύνει συμμετρικά όλη την ΕΕ και θα προκρίνει λύσεις δανεισμού, διότι διαφυλάττουν τα πλεονάσματα των κρατών του βορρά σε βάρος των ελλειμάτων του νότου..
Εις μάτην και οι παραινέσεις από σημαντικές προσωπικότητες όπως της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας , Κριστίν Μαντλέν Οντέτ Λαγκάρντ όπου προειδοποίησε τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης μπορεί να υποχωρήσει ως και 15%, λόγω της πανδημίας και ότι οι ηγέτες της ΕΕ διακινδυνεύουν να «κάνουν πολύ λίγα και πολύ καθυστερημένα». Επίσης ο πρώην προέδρος της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι επεσήμανε ότι: «Το δημόσιο χρέος των χωρών θα πρέπει να γίνει ένα χαρακτηριστικό των οικονομιών και να συνοδεύεται από τη διαγραφή του ιδιωτικού χρέους. Τα κράτη θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τον προϋπολογισμό τους για την προστασία των πολιτών και της οικονομίας απέναντι στο σοκ αυτό, για το οποίο ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι υπεύθυνος και δεν μπορεί να τον απορροφήσει»
Προφανώς και πολλοί άλλοι σημαντικοί οικονομολόγοι όχι μόνο κρούουν τον κώδωνα αλλά συστήνουν την ανάγκη λήψης αντισυμβατικών μέτρων, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που ουσιαστικά μειώνει την εργασία, (απολύσεις, εκ περιτροπής εργασία, τηλεργασία). Δηλαδή, κινδυνεύουμε να πέσουμε στην δίνη της ανεπίστροφής πορείας προς την βαθιά οικονομική κρίση, με διψήφιο ποσοστό μείωσης του ΑΕΠ και βέβαια με την επιβολή νέων μνημονίων μέσο-βραχυπρόθεσμων για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους.
Αυτή βέβαια είναι η μια ανάγνωση ίσως και αρκετά απαισιόδοξη. Όχι ότι υπάρχουν αισιόδοξα σενάρια αλλά ίσως μπορούμε πραγματικά να αντιστρέψουμε ή τουλάχιστον να μειώσουμε σημαντικά τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης , που ήδη βιώνουμε, λόγω της πανδημίας. Αυτό θα μπορούμε να γίνει στηρίζοντας αποφασιστικά και χωρίς καθυστέρηση και περιορισμούς, με μέτρα όπως τις λειτουργικές δαπάνες των επιχειρήσεων, επιδότηση του μισθού των εργαζομένων για εργασία και όχι για αναστολή, προστασία από πλειστηριασμούς της περιουσίας των Ελλήνων, άτοκα δάνεια, αναδιοργάνωση των δομών υγείας κλπ.
Ίσως είναι η ευκαιρία να επενδύσουμε σε «πράσινες» βιώσιμες με μεγάλη προστιθέμενη αξία οικονομικές δράσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, ταυτόχρονα με ένα γιγάντιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή για μια σύγχρονη παραγωγική Ελλάδα.
Οι νεοφιλελεύθερες απόψεις άλλωστε εξανεμίστηκαν στα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης, προστρέχοντας όλοι στην κρατική οικονομική βοήθεια είτε αυτοί είναι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί είτε μεγάλες εταιρείες.
Τέλος θα πρέπει να αντιληφθούμε την σημαντικότητα της ικανοποίησης των καταναλωτικών αναγκών μας , πέραν των αναγκαίων για την αξιοπρεπή διαβίωσή μας. Είναι αναγκαίο να υπάρξει σύνεση γιατί πολλές φορές κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχική μας ηρεμία και την οικογενειακή μας συνοχή.
Κάποτε ένας μοναχός ρώτησε τον γέροντά του γιατί δεν κλειδώνει ποτέ το «κελί» του, υπό τον φόβο να τον κλέψουν. Ο γέροντας αποκρινόμενος είπε ότι τα υπάρχοντα στο κελί του δεν έχουν σημαντική αξία αφού το πιο πολύτιμο το έχει μέσα του καλά φυλαγμένο. Εννοούσε, την ψυχή του δεν μπορεί κανείς να την πάρει, παρά μόνο να την πουλήσει ο ίδιος.