Στις λασπωμένες γειτονιές του μεσοπολεμικού Υμηττού άνθιζε μια πρωτοβουλία που μέσα από τη δημιουργικότητα είχε στόχο την ένταξη των προσφυγόπουλων στην αγορά εργασίας. Μια πρότυπη και πειραματική σχολή καλλιτεχνικού προσανατολισμού εκπαίδευε παιχνιδοποιούς σε μια εποχή που το παιχνίδι στη χώρα μας είτε αποτελούσε εγχώρια ιδιοκατασκευή είτε εισαγόταν από το εξωτερικό με υψηλό κόστος. Η Παπαστράτειος Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής στα τέλη της δεκαετίας του 1920 άνοιξε τις πύλες της για τα ορφανά προσφυγόπουλα, τα οποία έπρεπε από νωρίς να μάθουν να κερδίζουν τα προς το ζην. Παιδιά που ζούσαν με συγγενείς τους στις προσφυγογειτονιές του Υμηττού, του Βύρωνα, της Καισαριανής, του Παγκρατίου και της Γούβας έμαθαν να φτιάχνουν πρωτότυπα ελληνικά καλλιτεχνικά παιχνίδια αλλά και αντίγραφα ευρωπαϊκών, ενώ εκτός από την καλλιτεχνική εκπαίδευση που λάμβαναν εφοδιάζονταν με γνώσεις ειδικοτήτων που θα τους εξασφάλιζαν και άλλη εργασία, όπως του σιδερά, του τορναδόρου, του ξυλουργού, του διακοσμητή.
Με την ιστορία του πρότυπου αυτού σχολείου, που ιδρύθηκε από τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ασχολήθηκε στην υπό δημοσίευση διατριβή της η υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κρυσταλλία Μαρκάκη, η οποία μίλησε στο Documento: «Οι άνθρωποι που συνέλαβαν την ιδέα, ίδρυσαν και στήριξαν στα πρώτα του χρόνια το Σχολείο των Παιχνιδιών ήταν η Μαρία Σβώλου, η Αύρα Θεοδωροπούλου, ο Δημήτρης Γληνός, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Άλλοι –και αυτοί μέλη πνευματικών ελίτ– όπως η Αγνή Ρουσσοπούλου, η Ελλη Λαμπρίδου, η Μαρία Αναγνωστοπούλου, η Αννα Σταματελάτου στελέχωναν το διδακτικό του προσωπικό. Στόχος όλων ήταν να δημιουργήσουν ένα σχολείο εργασίας για προσφυγόπουλα, μέσω του οποίου θα στήριζαν την οικονομία της χώρας».
Οι πρώτοι μαθητές αποφοιτούν από τη σχολή
Η Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής ξεκίνησε να λειτουργεί το 1928 ως παράρτημα μιας άλλης σχολής του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, της Εσπερινής Σχολής Γυναικών Υπαλλήλων. Εναν χρόνο αργότερα αυτονομήθηκε και λειτούργησε σε ένα υπόγειο στην αρχή και σε ένα μικρό διαμέρισμα στη συνέχεια στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Σόλωνος και στην Πάτμου: «Το όραμα όμως ήταν πολύ μεγάλο για να χωρέσει εκεί και σύντομα άρχισαν να ψάχνουν χρηματοδότες, ώστε η σχολή να αποκτήσει νέα στέγη. Οι αδερφοί Παπαστράτου χορήγησαν περίπου 1,5 εκατομμύριο δραχμές, στο πλαίσιο του ευεργετισμού και των επενδύσεων που γίνονταν εκείνη την εποχή στην εκπαίδευση και ειδικότερα στον παραμελημένο τεχνικό της κλάδο. Το έργο συνέδραμε και η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η οποία πρόσφερε 500 χιλιάδες δραχμές και το οικόπεδο όπου χτίστηκε το σχολείο, το οποίο θεμελιώθηκε το 1930 και άρχισε να λειτουργεί το 1932» λέει η κ. Μαρκάκη.
|
Τη χρονιά εκείνη βγήκαν οι πρώτοι απόφοιτοι, συνολικά 28, πολύ λιγότεροι από όσους είχαν εγγραφεί (78). Κάποιοι δεν συνέχισαν γιατί δεν είχαν τις δεξιότητες ή το ταλέντο, άλλοι γιατί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για λόγους οικονομικούς. Ωστόσο, τα παιδιά που δούλευαν στο εργαστήριο της σχολής πληρώνονταν· μάλιστα κέρδιζαν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι αν δούλευαν σε ένα οποιοδήποτε εργοστάσιο της Αθήνας. Επιπλέον η σχολή όχι μόνο δεν εισέπραττε τα δίδακτρα που είχαν οριστεί, αλλά επιπλέον κάλυπτε από τα έσοδά της τις ιατρικές εξετάσεις και τις επεμβάσεις που χρειάζονταν αρκετοί από τους σπουδαστές. Μέχρι το 1937 πήραν πτυχίο 86 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και πιστοποίηση 61. Μεταξύ των αποφοίτων ήταν και ο Ακύλας, ο μετέπειτα κουκλοπαίκτης του ΕΑΜ.
Ο Μίκι Μάους, ο παγωτατζής και η βλάχα του Μενιδίου
«Από τη σύλληψη της ιδέας έως την πώληση του παιχνιδιού η διαδικασία ήταν επαγγελματική και καλλιτεχνικά δεξιοτεχνική και γινόταν από παιδιά με δασκάλους σαν τον Σπύρο Βασιλείου και τον Γεώργιο Μόσχο στο σχέδιο, τον Κωστή Παπαχριστόπουλο και τον Αντώνη Σώχο στη γλυπτική, καθώς και πολλούς άλλους αναγνωρισμένους καλλιτέχνες, Ελληνες και ξένους. Η δουλειά του δασκάλου ήταν να βοηθήσει τα παιδιά να αποτυπώσουν με τα υλικά τους εικόνες βγαλμένες από την ψυχή και την εμπειρία τους. Στόχος της σχολής ήταν να εκπαιδεύσει εργάτες δημιουργούς. Το κόνσεπτ ήταν τα χαρούμενα παιδιά-δημιουργοί να προσφέρουν τη χαρά σε άλλα παιδιά. Παράλληλα, το αποτέλεσμα έπρεπε να είναι τέλειο μηχανικά και αισθητικά, ώστε να μπορεί το παιχνίδι που παρασκεύαζαν να σταθεί στην αγορά ως είδος καλλιτεχνικό».
Μέρος της εκπαίδευσης ήταν οι εκδρομές, οι επισκέψεις στο θηριοτροφείο και στο δάσος, προκειμένου τα παιδιά να δουν τα ζώα από κοντά για να μπορέσουν στη συνέχεια να τα αποδώσουν στο ξύλο, το πανί και στα άλλα υλικά με τα οποία δούλευαν. Συχνές ήταν και οι επισκέψεις στα μουσεία, στο θέατρο και το σινεμά, με αποτέλεσμα στην Παπαστράτειο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 να κατασκευαστούν ακόμη και κούκλες εμπνευσμένες από τα κινούμενα σχέδια της Disney, όπως ο Μίκι Μάους. Στη σχολή κατασκευάζονταν επίσης κούκλες με εθνικές ενδυμασίες. Ωστόσο, βασικό μέλημα ήταν να επαναπροσδιοριστεί η έννοια της ελληνικότητας, όχι απαραιτήτως με μοναδικές αναφορές στον εύζωνα ή στη βλάχα του Μενιδίου, όπως αναφέρει δημοσίευμα της εποχής, αλλά σε όλους τους τύπους «που τους αντικρίζουμε κάθε μέρα και δεν τους προσέχομε». Τα παιχνίδια συχνά απεικόνιζαν «τύπους από τη γύρω μας ζωή», όπως ο στραγαλατζής, ο λούστρος, ο γαλατάς, ο τσοπάνης και η γυναίκα στον αργαλειό. Ενα από τα πρόσωπα που ενέπνευσαν τα παιδιά ήταν και ο παγωτατζής που είχε καροτσάκι έξω από την Παπαστράτειο.
Γιατί δεν χαίρεται και δεν χαμογελά ο κόσμος, πατέρα;
Πόσο ακριβό ήταν ένα παιχνίδι υψηλών προδιαγραφών; Μπορούσε να αγοραστεί από ένα προσφυγόπουλο της εποχής ή απευθυνόταν σε παιδιά πλούσιων οικογενειών; Η κ. Μαρκάκη εξηγεί: «Εγιναν σημαντικές προσπάθειες να αλλάξει η εικόνα του παιδιού που στέκεται έξω από τη βιτρίνα και κοιτάζει το παιχνίδι αλλά δεν μπορεί να το αγοράσει. Ας έχουμε στον νου μας ότι σύνθημα του συνδέσμου ήταν η αλληλεγγύη. Τα παιχνίδια απευθύνονταν πρωτίστως σε παιδιά σαν κι εκείνα που φοιτούσαν και δούλευαν στην Παπαστράτειο. Φυσικά υπήρχαν ακριβά και φτηνά παιχνίδια, όλα όμως ήταν φτιαγμένα άρτια τεχνικά και καλλιτεχνικά. Και είχαν μεγάλη ζήτηση. Από το 1932 έως το 1937 φτιάχτηκαν περίπου 20.000 παιχνίδια που έγιναν ανάρπαστα».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η καλλιτεχνική διαδρομή της Παπαστρατείου άρχισε να φθίνει λόγω των νέων συνθηκών. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου κυνήγησε τον σύνδεσμο και αλλοτρίωσε τη σχολή. «Κατά την τετραετία 1936-40 το τμήμα της κατασκευής παιχνιδιών υπολειτούργησε και τελικά συμπτύχθηκε με το ξυλουργικό. Το 1940 η Παπαστράτειος μετονομάστηκε σε Σχολή Αμφιέσεως και Διακοσμητικής και, όπως τα υπόλοιπα τεχνικά σχολεία, προετοίμαζε ξυλουργούς και μοδίστρες». Ακολούθησαν και άλλες αλλαγές στα μαθήματα και στον προσανατολισμό και ενώ το ΔΣ της σχολής προσπάθησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 να της ξαναδώσει την προπολεμική πρόσκαιρη αίγλη της, η χώρα είχε ήδη μπει σε άλλη τροχιά και είχαν τεθεί διαφορετικές προτεραιότητες.
Τα τελευταία χρόνια το κτίριο του σχολείου στεγάζει το 1ο ΕΠΑΛ Υμηττού. Το διάστημα που κράτησε το πρότυπο και πειραματικό εγχείρημα του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας δεν ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να καταφέρει να καθιερωθεί, ωστόσο οι ελάχιστες κούκλες που διασώζονται μέχρι σήμερα θυμίζουν ότι οι λαμπρές ιδέες είναι σαν τα λουλούδια. Ανθίζουν στη γη που είναι έτοιμη να τα υποδεχτεί.
Διαβάστε σχετικά