Εν Ελλάδι Προτεινόμενο

Τιμή στο 1821: Ποιος ήταν ο “Γέρος του Μοριά”

Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι ένα βαθιά ευρωπαϊκό και παράλληλα βαθιά ελληνικό γεγονός, καθώς οδηγήθηκε σε επιτυχία, σε αντίθεση με τις άλλες επαναστάσεις που ξέσπασαν στην περιφέρεια της Ευρώπης το 1820, κάτι που συχνά κάνει δύσκολη την ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 σε κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα της περιόδου. Ένα γεγονός ιδιαίτερα σύνθετο που κινητοποίησε πολλές και διαφορετικές δυνάμεις του ελληνισμού, τον εμπορικό κόσμο, εκείνον της διασποράς, τον πνευματικό κόσμο, τους γνωστούς ως σήμερα εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και, βέβαια, τους Έλληνες, τους Ρωμιούς που έμεναν στον ελλαδικό χώρο και ανέλαβαν κυρίως το πολεμικό έργο.

*μη ξεχάσεις να κάνεις ένα Like στη σελίδα μας στο facebook juniorsclub.gr —>ΕΔΩ

Σε αυτή την επαναστατική διαδικασία που έχει πολλά βήματα μέχρι την Επανάσταση, κατά τη διάρκειά της αλλά και στη μετεξέλιξή της σε ένα νέο ιστορικό υποκείμενο, συμμετείχαν κάποιοι ιδιαίτερα γνωστοί αλλά και πάρα πολλοί άγνωστοι ή λιγότερο γνωστοί, όπως ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Εμμανουήλ Παππάς, με τους οποίους η ιστοριογραφία δεν έχει ασχοληθεί σε βάθος. O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν ανήκει σε αυτήν τη κατηγορία, βέβαια, καθώς πρόκειται για μία από τις πιο αναγνωρίσιμες αλλά και πιο συναρπαστικές φιγούρες του 1821, μια προσωπικότητα που καταλαμβάνει άξια μια θέση ανάμεσα στις μεγάλες επαναστατικές αναφορές του 19ου αιώνα, όπου οι ληστές εξέφραζαν διαφορετικούς ρόλους, π.χ. του εξεγερμένου χωρικού, του αντάρτη, του εκδικητή, του μαχητή της δικαιοσύνης, του πρωταγωνιστή απελευθερωτικών κινημάτων.

Ο Κολοκοτρώνης, με την κλιμάκωση της εξέλιξής του στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, εκφράζει σχεδόν υποδειγματικά ακριβώς αυτό: από ένας μάλλον απεχθής κλέφτης των πρώτων ετών του 19ου αιώνα αποκτά αναγνωρισιμότητα και οργανική σχέση με την Επανάσταση, με τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία αλλά και με τη στρατιωτική του εξέλιξη στα Επτάνησα.

Η εκτόξευση του ως στρατιωτικής φιγούρας κορυφώνεται με την άλωση της Τριπολιτσάς και τη συντριβή του Δράμαλη το 1822. Από την εποχή εκείνη και μέχρι την περίοδο της Αντιβασιλείας, ο Κολοκοτρώνης θα αποτελέσει μια διχαστική φυσιογνωμία, θα χρειαστεί να εγκατασταθεί στην Αθήνα, να λάβει χάρη από τον νεαρό βασιλιά Όθωνα και να ενταχθεί στο νέο σύστημα διοίκησης, ώστε να ξεχαστούν τα πάθη και τα μίση που είχαν δημιουργηθεί. Τελικά, κηδεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1843 με μεγάλες τιμές και τεράστια συμμετοχή του κόσμου. Υπολογίζεται ότι πάνω από 10.000 άτομα παρευρέθηκαν στην κηδεία, ενώ ο νεκρός φορούσε τη στολή του αρχιστράτηγου και έφερε το ξίφος που είχε στην Επανάσταση.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

«Εγεννήθηκα εις τα 1770 Απριλίου 3 τη Δευτέρα της Λαμπρής. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό εις ένα δένδρο αποκάτω εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενο Ραμαβούνι». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει με αυτόν τον λιτό τρόπο τη γέννησή του μέσα από την πολύτιμη αφήγηση του Γεωργίου Τερτσέτη. Ο Κολοκοτρώνης γεννιέται σε ένα μεταίχμιο που, πραγματικά, σε ένα άλλο πλαίσιο, θα τον καθιστούσε μια μυθιστορηματική ευρωπαϊκή φιγούρα. Γεννιέται τη χρονιά της μεγάλης απογοήτευσης και συντριβής που επέφεραν τα Ορλωφικά, προς τα τέλη του 18ου, στην αυγή του 19ου αιώνα, δηλαδή στο πέρασμα από την προ-νεωτερική εποχή στη νεωτερικότητα, από την ακλόνητη επικράτηση του κόσμου των αυτοκρατοριών στη νέα ματιά που λέγεται έθνος-κράτος.

Στα 15 του είναι ήδη αρματολός, κάνοντας την είσοδό του στα πολεμικά σώματα, που από τη συνύπαρξη θα περάσουν στην ένοπλη αντιπαράθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Κολοκοτρώνης μυείται στον κόσμο των όπλων, συνεχίζοντας μια μεγάλη οικογενειακή παράδοση. Πέρα από τους όποιους κατοπινούς ισχυρισμούς, η ενασχόληση με τα όπλα δεν ήταν μια διαδικασία που αφορούσε τους πάντες. Αντίθετα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι ελληνικές περιοχές εκείνη την εποχή αποτελούνταν κυρίως από αγρότες, κτηνοτρόφους ή αγωγιάτες. Μάλιστα, η αποκλειστική ενασχόληση με τα όπλα δεν συνοδευόταν πάντα από θετικά σχόλια.

Το 1805-1806 ο Κολοκοτρώνης διώκεται, ως κλέφτης πια, από τις τουρκικές αρχές στα βουνά της Πελοποννήσου, όμως αυτή η περίοδος της καταδίωξης θα είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τη στρατιωτική του εκπαίδευση, όπως ο ίδιος επισημαίνει. Αυτό που ίσως δεν καταλαβαίνει είναι ότι ξεκινά ο μετασχηματισμός του από έναν άτακτο στρατιώτη σε έναν πολεμιστή επαγγελματικών προδιαγραφών, με τις συνθήκες, το έδαφος και τον τόπο, να παίζουν καίριο ρόλο. Ο μετασχηματισμός αυτός θα ολοκληρωθεί την περίοδο της Ζακύνθου.

Στη μεγάλη εικόνα, παράλληλα με τον μετασχηματισμό του Κολοκοτρώνη, οι δυνάμεις του ελληνισμού, πνευματικές, κοινωνικές και οικονομικές, αρχίζουν να κινούνται, όχι πάντα συνεργαζόμενες, προς μια κοινή κατεύθυνση όσον αφορά την προετοιμασία και την υλοποίηση μιας κίνησης ανατροπής εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα χρειαστεί να περάσουν κάποια χρόνια ακόμα ώστε αυτές οι πορείες να συναντηθούν και να συγκλίνουν προς την ιδέα μιας Εθνικής Επανάστασης.

Ζάκυνθος

Ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνιστεί όχι απλώς στην έκρηξη της Επανάστασης αλλά και σε μεγάλες νίκες. Παράλληλα, οργάνωνε το στράτευμα, εκπαίδευε τους άντρες, προσπαθούσε να περιορίσει τα φαινόμενα της λιποταξίας.

Στα μέσα του 1806 ο Κολοκοτρώνης θα φτάσει στην υπό ρωσική κυριαρχία Ζάκυνθο. Με μικρά διαλείμματα θα μείνει εκεί για 15 χρόνια, μια περίοδο μαθητείας, γνωστή μεν, στην πραγματικότητα όμως άγνωστη. Εκείνο είναι το κρίσιμο διάστημα κατά το οποίο θα μετατραπεί σε έναν ολοκληρωμένο επαναστάτη, σε έναν άνθρωπο που ξεφεύγει από την τοπική διάσταση και αποκτά μια πιο συνολική εικόνα των πραγμάτων, καθώς και σε έναν πιο συγκροτημένο δέκτη των ρευμάτων και των ποικίλων συνιστωσών που θα εμπλακούν στην Ελληνική Επανάσταση.

Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια ακριβώς χρονιά ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας ηγέτης θέτει τα θεμέλια της ηγεσίας του, οργανώνοντας την «Άμυνα της Λευκάδας» και αποτρέποντας τον τουρκικό κίνδυνο. Τα Ιόνια Νησιά, έχοντας μεν διατηρήσει την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά έχοντας βιώσει και σειρά διαφορετικών διοικήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, συγκροτούν ένα εργαστήριο ιδεολογικών ζυμώσεων και διοικητικών πειραματισμών.

Μπορεί, λοιπόν, να ξεκίνησε από κλέφτης στην Πελοπόννησο, αλλά στη Ζάκυνθο μπήκαν οι βάσεις ώστε να εξελιχθεί σε ηγέτη πανελλαδικής κλίμακας. Μετά τους Ρώσους, στα Επτάνησα θα έρθει η γαλλική περίοδος, από το 1807 ως το 1810, και μετά η αγγλική κυριαρχία ως το 1864. Στους τελευταίους θα χρησιμεύσει η γνώση του στα όπλα ως το 1817, οπότε και θα υπηρετήσει στον αγγλικό στρατό. Χάρη σε αυτήν του τη θητεία, ο Κολοκοτρώνης θα γεμίσει εμπειρίες, θα γνωρίσει για πρώτη φορά την οργάνωση και τον τρόπο που εξασκείται ένα στράτευμα. Την ίδια περίοδο γνωρίζει τον Ρώσο ναύαρχο Σινιάβιν, τον Γάλλο στρατηγό Καμούς, τον επίσης Γάλλο ναύαρχο Ντονζελό και τον πληρεξούσιο του Τσάρου, Μοντσενίγο. Θα κατανοήσει γρήγορα όχι μόνο την τοπική αλλά και την ευρύτερη διάσταση της επαναστατικής πράξης, ενώ παράλληλα θα διαβάσει, όπως ο ίδιος εξομολογείται, αναγνώσματα σχετικά με την Ιστορία της Ελλάδας.

Περίπου την ίδια περίοδο μια ομάδα δραστήριων Ελλήνων της διασποράς θα προσδώσει στην Επανάσταση επαγγελματικό χαρακτήρα, εισάγοντας ένα στοιχείο που έλειπε μέχρι εκείνη τη στιγμή, τη συνωμοτικότητα και τη δικτύωση. Η Φιλική Εταιρεία και ο Κολοκοτρώνης θα συναντηθούν λίγο αργότερα, το 1818, τη στιγμή που η Εταιρεία μπαίνει δυναμικά και στον ελλαδικό χώρο. Η Επανάσταση, προτού πάρει τα όπλα, στήνει το συνωμοτικό της δίκτυο και ο Κολοκοτρώνης δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτό. Η μετατροπή του άτακτου κλέφτη σε επαγγελματία στρατιωτικού και της Ελληνικής Επανάστασης, από μια ακαθόριστη ιδέα, σε συνωμοτική πράξη συμβαίνουν παράλληλα και συμπίπτουν, αποτελώντας μια ευτυχή συγκυρία για την εξέλιξη της Επανάστασης.

Τον Ιούνιο του 1820 ο Κολοκοτρώνης ορίζεται από τη Φιλική Εταιρεία επικεφαλής των πελοποννησιακών στρατευμάτων, μια κίνηση αναγνώρισης της εμπειρίας αλλά και του κύρους που έχει αποκτήσει πια. Στις 6 Ιανουαρίου 1821 εγκαταλείπει οριστικά τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο και ξαναβρίσκεται στα αγαπημένα πατρώα εδάφη όχι απλά για συναισθηματικούς λόγους αλλά για κάτι μεγαλύτερο, για να καθοδηγήσει στρατιωτικά το μεγαλύτερο γεγονός του σύγχρονου ελληνισμού, την Επανάσταση του 1821.

Το 1821, ως πολεμικό, επαναστατικό αλλά και συμβολικό γεγονός, είναι συνυφασμένο με τον Κολοκοτρώνη. Η μεγάλη του πορεία ξεκινά από την Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821 και συνεχίζεται τον Απρίλιο και τον Μάιο του ίδιου έτους στο Βαλτέτσι. Λίγο αργότερα θα βρεθεί στη μάχη των Βερβένων-Δολιανών, τον Αύγουστο στη Μάχη της Γράνας και στις 23 Σεπτεμβρίου θα πρωταγωνιστήσει στην Άλωση της Τριπολιτσάς. Η επιλογή της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, που βρισκόταν σε κρίσιμη γεωγραφική θέση, στο μέσον της Πελοποννήσου, και ήταν το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών, ήταν δική του ιδέα.

Τον Ιανουάριο του 1822 βρέθηκε στην παράδοση της Ακροκορίνθου, τον Μάρτιο στη μάχη του Σαραβαλίου, στις 26-28 Ιουλίου στη μάχη στα Δερβενάκια, στο Αγιονόρι και στη συντριβή του Δράμαλη, όπου και ξεδίπλωσε όλη του τη στρατιωτική ιδιοφυΐα, επιλέγοντας ως τόπο μάχης το στενό πέρασμα που χωρίζει την Κόρινθο από την αργολική πεδιάδα. Τον Δεκέμβριο ήταν στην παράδοση του Ναυπλίου. Το πολεμικό χρονικό του 1821-22 έχει τον Κολοκοτρώνη πρωταγωνιστή, του οποίου το όνομα συνδέεται άρρηκτα με την εδραίωση της Επανάστασης αλλά και με τον θρύλο της.

Ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνιστεί όχι απλώς στην έκρηξη της Επανάστασης αλλά και σε μεγάλες νίκες. Παράλληλα, οργάνωνε το στράτευμα, εκπαίδευε τους άντρες, προσπαθούσε να περιορίσει τα φαινόμενα της λιποταξίας. Ο Κολοκοτρώνης « υπεγράφετο ως αρχιστράτηγος», ένα αξίωμα που δεν επικυρώθηκε από την κυβέρνηση, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη μιας αντιπαράθεσης που θα διαρκέσει μέχρι την παρέμβαση του Όθωνα. Επί της ουσίας σηματοδοτεί και την έκρηξη των εμφύλιων αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της Επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης βρισκόταν καθημερινά σε επαφή με τους στρατιώτες του. Ξεχώριζε χάρη στην αναγνώριση και στον σεβασμό που είχε κερδίσει στο πεδίο της μάχης. Γνώριζε όλα τα ονόματα των συμπολεμιστών του, τους μίλαγε άλλοτε πατρικά και άλλοτε αυστηρά, τους εμψύχωνε συχνά, μέχρι που τους τραγούδαγε για να τους ενθαρρύνει. Ο Κολοκοτρώνης στρατολογούσε συχνά βίαια άντρες για τη μάχη, οπότε καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο ήταν να συγκροτήσει έναν στρατό με επαγγελματικά χαρακτηριστικά. Μία από τις καινοτομίες που εισήγαγε ήταν το στρατόπεδο, το «ορδί» ‒ για πρώτη φορά οι επαναστατημένοι Έλληνες έμεναν όλοι μαζί σε έναν οργανωμένο χώρο.

Η εμπλοκή του στους δύο εμφύλιους πολέμους τού στοιχίζει ανεπανόρθωτα και προκαλεί την πτώση του. Αν και διωγμένος, το 1825 του ζητείται να επιστρέψει για να βοηθήσει ώστε να ανακοπεί η επέλαση του Ιμπραήμ, κάτι που θα κάνει αμέσως. Εξάλλου, και σε αυτό το κομμάτι ο Κολοκοτρώνης ταυτίζεται με την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης: είναι στην κορυφή της τον πρώτο χρόνο των μεγάλων νικών, στο περιθώριό της στη φάση της παρακμής της.

Όμως θα ταυτίσει την πορεία κατά τη διάρκεια της Επανάσταση και με ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της, τη διεθνοποίησή της. Υπογράφοντάς το 1825 τη λεγόμενη Πράξη Υποταγής στην Αγγλία, παρότι διακείμενος φιλικά στη Ρωσία, συνέβαλε αποφασιστικά στη διεθνοποίηση του ζητήματος, γεγονός που τελικά θα οδηγήσει σε κινήσεις επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. Αποφασιστικός θα είναι και ο ρόλος του στη στήριξη του Καποδίστρια στη Δ’ Εθνοσυνέλευση το 1829, στο Άργος. Ακολούθησαν τα γεγονότα της φυλάκισής του έως την εγκατάστασή του στην Αθήνα.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο γέρος του Μοριά, εξελίχθηκε στην αντιπροσωπευτικότερη φιγούρα της Ελληνικής Επανάστασης και όχι άδικα. Στο πρόσωπό του εκφράστηκαν αισθήματα συμπάθειας και αντιπάθειας, αγάπης και φθόνου. Ενσάρκωσε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τα θετικά στοιχεία της Επανάστασης: τη λεβεντιά, την ανδρεία, την ευρηματικότητα, τη στρατηγική ικανότητα. Ο Κολοκοτρώνης ταυτίστηκε με το θετικό πρόσωπο του 1821. Ακόμα και η όψη του βοήθησε σε αυτό. «Η μεγάλη, μακράν δε και πυκνήν μαύρη κόμην περιβεβλημένην κεφαλή του, ην έσκεπε πάντα αρχαιοπρεπές κράνος… ο υπό ρίνα ιέρακος δασύς αυτού μύσταξ…» θα καταστήσουν τον Κολοκοτρώνη μια πατρική φιγούρα του έθνους, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Δημήτρης Δημητρόπουλος. Το σίγουρο είναι ότι μετά τον θάνατό του ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι για τον Κολοκοτρώνη, το οποίο, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες ή βολονταρισμούς, τον κατέταξε ψηλά στην ιεραρχία αυτών θα αποκαλούσαμε ιδρυτές της σύγχρονης Ελλάδας.Προφανώς, αυτό δεν σταματά την επιστημονική έρευνα γύρω από τη δράση του και, φυσικά, δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός όχι της παράλληλης αλλά της κοινής πορείας Κολοκοτρώνη και Ελληνικής Επανάστασης, στην ακμή και στην παρακμή της, στο έρεβος των εμφύλιων πολέμων αλλά και στην ελπίδα με την ίδρυση του εθνικού κράτους που άνοιγε νέους δρόμους, και μάλλον κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το όραμά του και τη στράτευσή του στην ιδέα της πατρίδας. Όπως εξάλλου και ο ίδιος έγραφε χαρακτηριστικά το 1824 στον Γεώργιο Κουντουριώτη, σε μια σκοτεινή περίοδο για τον ίδιο: « Η πατρίς ήτον και θα είναι το είδωλον της ψυχής μου».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Δ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αθήνα, 2009

Δ. Δημητρόπουλος, «Ο Γέρος του Μοριά»: Κτίζοντας μια πατρική φιγούρα του Έθνους» στο Κ. Δέδε-Δ. Δημητρόπουλος ( επιμέλεια), «Η ματιά των άλλων». Προσλήψεις προσώπων που σφράγισαν τρεις αιώνες (18ος-20ος), Αθήνα, 2012

Ι. Μιχαηλίδης, Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη, Αθήνα, 2014

Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770-1836, υπαγόρευσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ( εισαγωγή – σχόλια Ι. Μηχαηλίδης), Αθήνα, 2020

Σ. Βασιλείου, «Τα παλικάρια τα παλιά και η αποκατάστασή τους κατά την οθωνική περίοδο (1833-1862)» στο Β. Γούναρης ( επιμέλεια), Ήρωες των Ελλήνων. Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων, 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα, 2014

πηγή

Μετάβαση στο περιεχόμενο