Ο κορσές, αυτό το άκαμπτο ρούχο που δένει σφιχτά και διαμορφώνει τον κορμό, έχει αμφιλεγόμενη ιστορία. Κι ενώ κάποια στιγμή χαρακτηρίστηκε εργαλείο βασανισμού των γυναικών, οι μελετητές της μόδας διαφωνούν.
*Mη ξεχάσεις να κάνεις ένα Like στη σελίδα μας στο facebook juniorsclub.gr —>ΕΔΩ
Κορσέ φορούσαν οι γυναίκες -και μερικές φορές οι άνδρες- στον Δυτικό κόσμο από τις αρχές του 16ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο ανάλογα ενδύματα υπήρχαν ήδη από το 1600 π.Χ. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα στενό, αμάνικο ρούχο εξελίχθηκε σε εσώρουχο ενισχυμένο με μπανέλες που εφάρμοζε στα πλευρά, συμπιέζοντάς τα ώστε να σμιλεύεται ο κορμός και η μέση. Το σχήμα του εξελίχθηκε και αυτό κατά τη διάρκεια των 400 χρόνων χρήσης του, άλλοτε καλύπτοντας μόνο τη μέση και άλλοτε φτάνοντας μέχρι τους γοφούς, δημιουργώντας ξεχωριστές σιλουέτες – από τη μορφή κλεψύδρας που ήταν δημοφιλής τον 19ο αιώνα μέχρι το στυλ «S» στις αρχές του 20ου.
Σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο της κυριαρχίας του κορσέ δεν έλειψαν οι συζητήσεις για τη ζημιά που προκαλούσε στην υγεία των γυναικών, ειδικά κατά τον 19ο αιώνα, όταν ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Τον φορούσαν οι γυναίκες της ανώτερης και μεσαίας τάξης, με εκείνες της εργατικής να ακολουθούν σιγά-σιγά το παράδειγμά τους, επιλέγοντας από τη μεγάλη ποικιλία ανάλογα με τα εισοδήματά τους. Πολλοί γιατροί απέδιδαν στη χρήση του αναπνευστικές παθήσεις, παραμορφώσεις στα πλευρά, βλάβες στα εσωτερικά όργανα, γενετικές ανωμαλίες και αποβολές, ενώ άλλοι ενέκριναν τους λιγότερο άκαμπτους και σφιχτούς κορσέδες, που στήριζαν απλά το σώμα. Οι ιστορικοί της μόδας Valerie Steele και Colleen Gau υποστηρίζουν ότι ο κορσές δεν δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα υγείας, μπορούσε ωστόσο να επιφέρει λιποθυμία και μειωμένη ζωτικότητα. Η Steele υποστηρίζει επίσης ότι το υπερβολικό σφίξιμο για τη δημιουργία της λεπτότερης δυνατής μέσης δεν μπορεί να ληφθεί ως κυριολεξία, καθώς οι περιγραφές και οι εικόνες που έχουμε στη διάθεσή μας γι’ αυτή την πρακτική αποτυπώνουν μάλλον σεξουαλικές φαντασιώσεις και όχι πραγματικές καταστάσεις.
Η ανακάλυψη των ελαστικών υφασμάτων στη δεκαετία του 1920 οδήγησε στη δημιουργία άνετων, αθλητικών κορσέδων που απευθύνονταν σε γυναίκες με ενεργή παρουσία, με τις ανάλογες διαφημίσεις και άρθρα να εμφανίζονται στις σελίδες της Vogue, αποδεικνύοντας ότι εξακολουθούσαν να τους επιλέγουν για να διαμορφώσουν το σώμα τους, μαζί με ζώνες και ενισχυμένα εσώρουχα. Με τη στροφή τους στον αθλητισμό και τον υγιεινό τρόπο ζωής στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ο κορσές ως εσώρουχο εγκαταλείφθηκε, αλλά το αποτέλεσμα που προκαλούσε ήταν ακόμα ζητούμενο, με διαφορετικό αυτή τη φορά τρόπο. Αντί πλέον να βασίζονται σε ένα ρούχο, οι γυναίκες στράφηκαν στη διατροφή, την άσκηση και την πλαστική χειρουργική για να σμιλέψουν το σώμα τους.
Στην εποχή μας οι κορσέδες έχουν περιορισμένο αλλά ενθουσιώδες κοινό, κυρίως ως ρούχο-φετίχ για εκκεντρικές και θεατρικές εμφανίσεις. Χωρίς να είναι απαραίτητοι για τη μέση γυναίκα, ποτέ δεν έχουν τεθεί εκτός μόδας. Στη δεκαετία του 1970 η Vivienne Westwood τους ενσωμάτωσε στην πανκ αισθητική της, γράφοντας ιστορία με την αντιστροφή της έννοιάς τους: αντί να περιορίζουν τις γυναίκες, ενίσχυαν τη δυναμικότητά τους. Ο Jean-Paul Gaultier και ο Thierry Mugler ακολούθησαν στη δεκαετία του ’80, περιλαμβάνοντάς τους στις δημιουργίες τους, ενώ η Madonna φόρεσε τον διάσημο ροζ σατέν κορσέ του πρώτου στην περιοδεία της Blonde Ambition, το 1991, δίνοντάς του νέα δυναμική. Η Stella McCartney, ο Yves Saint Laurent, ο Tom Ford και ο Nicolas Ghesquière στον οίκο Balenciaga πειραματίστηκαν επίσης με τον κορσέ, χρησιμοποιώντας τον πολλές φορές ως εξωτερική λεπτομέρεια των δημιουργιών τους και όχι ως εσώρουχο. Ο κορσές έχει επίσης μακρά παράδοση στη φωτογραφία μόδας, συμβολίζοντας τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Σε κάθε περίπτωση ένα είναι σίγουρο: ότι παραμένει ένα ενδιαφέρον trend.