Δύο διαφορετικές μελέτες συμπεραίνουν έναν κίνδυνο που ενδεχομένως διατρέχουν τα παιδιά που γεννιούνται λιποβαρή. Ειδικότερα, όσα νεογέννητα γεννιούνται με χαμηλότερο βάρος από το φυσιολογικό διατρέχουν τον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε επιπλέον κιλό κατά τη γέννηση συσχετίστηκε με μείωση κατά 40% του κινδύνου εμφάνισης της διαταραχής, μια τάση που διατηρήθηκε μέχρι τα υψηλότερα βάρη γέννησης. Αντίθετα όμως, κάθε κιλό μείωσης του βάρους γέννησης συσχετίστηκε με την εμφάνιση διαβήτη 3,3 χρόνια νωρίτερα από τον μέσο όρο.
Τα συγκεκριμένα παιδιά διέτρεχαν εξίσου τον κίνδυνο να χρειαστούν φαρμακευτική αγωγή για τον σακχαρώδη διαβήτη και ήταν πιο επιρρεπή σε συννοσηρότητες, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση. Μάλιστα, όσα από τα νεογνά ζύγιζαν κάτω από 3 κιλά, παρουσίαζαν και μεγαλύτερο κίνδυνο συννοσηρότητας, με 36% μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν τρεις ή περισσότερες πρόσθετες ασθένειες και 26% μεγαλύτερη πιθανότητα σοβαρής υπότασης της συστολικής αρτηριακής πίεσης.
Η μελέτη έδειξε ότι τα νεογέννητα που ζύγιζαν λιγότερο από 3 κιλά είχαν επίσης περισσότερες πιθανότητες να λάβουν διάγνωση σε μικρότερη ηλικία και είχαν 33% αυξημένες πιθανότητες να χρειαστούν τρία ή περισσότερα φάρμακα για τη μείωση της γλυκόζης.
Η ερευνητική ομάδα εξέτασε δεδομένα από το 1999 έως το 2001 σχετικά με ενήλικες μεταξύ 30 και 60 ετών που έδωσαν στοιχεία για το βάρος γέννησής τους μεταξύ 1939 και 1971. Κανείς δεν είχε γεννηθεί με την ασθένεια. Μεταξύ των 4.590 συμμετεχόντων, 492 διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου 2 μέχρι τη στιγμή που ήταν, κατά μέσο όρο, 19 ετών.
Η δεύτερη μελέτη ανέλυσε τα αρχεία της μαίας για 6.866 άτομα με μωρά με διαβήτη τύπου 2. Οι ειδικοί αξιολόγησαν την ηλικία τους κατά τη διάγνωση, τις σωματικές διαστάσεις, τις συννοσηρότητες, τα φάρμακα, τις μεταβολικές μεταβλητές και το οικογενειακό ιστορικό των ατόμων με το χαμηλότερο 25% και το υψηλότερο 25% του βάρους γέννησης.
«Στο σύνολό τους, τα στοιχεία υποστηρίζουν ότι ένα δυσμενές εμβρυϊκό περιβάλλον που αντανακλάται στο χαμηλό βάρος γέννησης αποτελεί ισχυρό και μη γενετικό παράγοντα κινδύνου όχι μόνο για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2 καθαυτού, αλλά επιπλέον για την ανάπτυξη ενός σχετικά πιο σοβαρού υποτύπου διαβήτη τύπου 2 – με νωρίτερη έναρξη της νόσου, περισσότερες επιπλοκές και συννοσηρότητες, καθώς και με αυξημένη ανάγκη για κλινική φροντίδα και ιατρικές θεραπείες» επισημαίνουν οι ερευνητές.
Όπως εξηγούν, «ο αντίκτυπος του χαμηλού βάρους γέννησης φαίνεται να είναι ανεξάρτητος από αυτόν της γενετικής και της παχυσαρκίας, γι’ αυτό και τα άτομα με χαμηλό βάρος γέννησης διατρέχουν σχετικά αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2 μετά από οποιαδήποτε δεδομένη αύξηση του ΔΜΣ. Αυτό, με τη σειρά του, εξηγεί τη συσχέτιση μεταξύ του χαμηλού βάρους γέννησης κατά τη στιγμή της εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2. Επομένως, το χαμηλό βάρος γέννησης θα πρέπει να θεωρείται κριτήριο για τον έλεγχο για διαβήτη τύπου 2 με την ίδια σημασία που έχει και το θετικό οικογενειακό ιστορικό διαβήτη».
Πόσος χρόνος σε οθόνες είναι υπερβολικός στην πρώιμη παιδική ηλικία