Βία κατά των γυναικών, το φαινόμενο που συναντάται σε όλες τις χώρες απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Στην Ελλάδα πολλές είναι οι γυναίκες που γίνονται θύματα βίας με δράστη τον σύζυγο της περισσότερες φορές. Η ενδοοικογενειακή βία δεν σταματά με την σιωπή, απεναντίας η σιωπή είναι που τρέφει το θύτη να συνεχίσει να κακοποιεί το θύμα, καθώς θεωρεί το τελευταίο ακόμη πιο αδύναμο και ανυπεράσπιστο και τον εαυτό του ακόμη πιο δυνατό και κυριαρχικό.
Η βία κατά των γυναικών μέσα στην οικογένεια εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, περιλαμβάνει προσβολές της σωματικής, ψυχικής, συναισθηματικής και κοινωνικής υπόστασης τους καθώς και οικονομική βία, με στόχο “την επιβολή ελέγχου”.
Δεν είναι εύκολο για μια γυναίκα να παραδεχθεί ότι υφίσταται βία ή κακοποίηση. Ακόμη πιο δύσκολο είναι για μια γυναίκα να βρει ένα τρόπο να ξεφύγει από μια σχέση ή μια κατάσταση στην οποία δέχεται κάποια μορφή βίας από νυν ή πρώην σύζυγο, εραστή, αδελφό, πατέρα, συγγενή ή (κυρίως για τις ηλικιωμένες γυναίκες) από τα παιδιά τους.
Πολλές είναι οι γυναίκες που δυσκολεύονται να καταγγείλουν την κακοποίησή τους και παγιδεύονται στη σιωπή που καλύπτει τη βία μέσα στην οικογένεια, λόγω της ντροπής και του φόβου για τις αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου, και κατά συνέπεια κάνουν κακό στον ίδιο τους τον εαυτό. Παρουσιάζουν συχνά σοβαρές ψυχικές διαταραχές όπως μελαγχολία και κατάθλιψη, ενώ πολλές φορές πάλι η χρόνια ψυχολογική βία οδηγεί σε βαρύτατες σωματικές ασθένειες.
Μια γυναίκα που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση η καλύτερη επιλογή που έχει είναι να απομακρυνθεί τουλάχιστον προσωρινά, ίσως και για περισσότερο καιρό, από το άτομο που την κακοποιεί και φυσικά να φροντίσει άμεσα να απευθυνθεί σε κάποιον νομικό ώστε να προβεί όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την άμεση νομική της προστασία.
Ο νόμος προστατεύει πλήρως τα θύματα βίας, ακόμη και αυτής που εκδηλώνεται εντός της οικογένειας. Τα θύματα δεν πρέπει να φοβούνται και κυρίως δεν πρέπει να υποχωρούν στην απόφασή τους να διώξουν ποινικά τον δράστη, ακόμη και όταν αυτός τους απειλεί ή τους εκβιάζει με οποιοδήποτε τρόπο. Είναι άλλωστε πολύ συχνό το φαινόμενο στις αίθουσες των δικαστηρίων, να βλέπουμε γυναίκες οι οποίες έχουν πέσει θύματα σωματικής βίας από τον σύντροφο ή σύζυγό τους και έχουν ζητήσει την ποινική του δίωξη, όταν η υπόθεσή τους φθάνει στο ακροατήριο ώστε να επιβληθεί ποινή στον δράστη και να τιμωρηθεί όπως ο νόμος ορίζει για την παράνομη πράξη του, αυτές είτε επειδή μετάνιωσαν είτε επειδή συνεχίζουν να εκβιάζονται από τον θύτη λόγω ψυχολογικής ή οικονομικής τους αδυναμίας, ζητούν την ανάκληση της εγκλήσεώς τους, ήτοι απλούστερα ζητούν να μην τιμωρηθεί ο δράστης, καθώς ο νόμος τους δίνει αυτό το δικαίωμα. Αυτό έχει ως συνέπεια τις περισσότερες φορές να επαναληφθεί η ίδια άσχημη συμπεριφορά του δράστη και ίσως και βαρύτερη θέλοντας αφενός να τιμωρήσει το θύμα για τον «διασυρμό» του στα ποινικά ακροατήρια των δικαστηρίων και αφετέρου να εκφοβίσει το θύμα να μην τολμήσει ξανά να ζητήσει την οποιαδήποτε νομική προστασία.
Θα πρέπει λοιπόν οι κακοποιημένες γυναίκες να καταγγέλουν τα περιστατικά βίας, που λαμβάνουν χώρα ακόμη και εντός της οικογένειάς τους, άμεσα, αν θέλουν να σταματήσει το φαινόμενο αυτό, είτε απευθυνόμενες οι ίδιες στην αστυνομία, η οποία οφείλει να καταγράψει και εγγράφως το αναφερόμενο συμβάν βίας καλώντας τον δράστη για εξηγήσεις, είτε στον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, λαμβάνοντας εισαγγελική παραγγελία, είτε στον Δικηγόρο τους, ώστε να προβεί εμπρόθεσμα στις απαιτούμενες νομικές ενέργειες για την ποινική δίωξη του δράστη, αν η πράξη του υπάγεται σε κάποια διάταξη του ποινικού κώδικα και είναι ποινικά κολάσιμη. Τα περισσότερα από τα αδικήματα που υφίστανται οι γυναίκες εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, απαιτούν την υποβολή της εγκλήσεως από τις ίδιες ώστε να διωχθούν ποινικά οι δράστες καθώς δεν προβλέπεται αυτεπάγγελτη δίωξη.
Το νομικό οπλοστάσιο είναι επαρκές και εκσυγχρονισμένο, καθώς έχουν προστεθεί ειδικές διατάξεις στο ΠΚ, όπως αυτή στο άρθρο 330 ΠΚ, με το Ν.3500/2006 όπου εξειδικεύει το αδίκημα της «ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής», προβλέποντας ποινή φυλάκισης.
Αν το θύμα είναι ανήλικο, και το πρόσωπο που το κακοποιεί είναι ένας από τους γονείς του, τότε τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα. Πριν το παιδί κάνει οτιδήποτε, είναι καλό να επικοινωνήσει πρώτα με το Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας, ώστε μαζί να εξετάσουν το πρόβλημά και να πάρουν τις απαιτούμενες αποφάσεις.
Εάν μια γυναίκα υφίσταται κάποιου είδους βία από ένα άτομο που γνωρίζει ή αγαπά, δεν πρέπει να μένει μόνη αλλά να αναζητήσει άμεσα βοήθεια. Το ίδιο πρέπει να κάνει εάν έχει δεχθεί ανάλογη επίθεση από άτομο που δεν γνωρίζει. Η σιωπή θα επιδεινώσει το πρόβλημα και είναι απρόβλεπτο σε τι μπορεί να καταλήξει η συνέχιση μια τέτοιας κατάστασης.
Επίσης η πολιτεία προστατεύει, στηρίζει και δίνει διέξοδο στα θύματα, στα οποία παρέχονται δυνατότητες πλήρους ηθικής και της αναγκαίας υλικής συμπαράστασης από τους υφιστάμενους Προνοιακούς και Κοινωνικούς φορείς. Οι φορείς αυτοί αναλαμβάνουν την κοινωνική στήριξη των κακοποιηθέντων μέσα στην οικογένεια με ξενώνες φιλοξενίας, συμβουλευτικούς σταθμούς, κέντρα κοινωνικής στήριξης και υπηρεσίες διαχείρισης κρίσεων.
Συγκεκριμένα κάποιος μπορεί να απευθυνθεί:
Γραμμή SOS «Δίπλα σου»: 800-11-88 881 (από σταθερό τηλέφωνο χωρίς χρέωση), 210 7786 800 (από κινητό τηλέφωνο με χρέωση)
Κέντρα Υποδοχής Κακοποιημένων Γυναικών: Αθήνα: 210 5235 318, 210 5235 250, Πειραιάς : 210 4112 091, 210 4129 101
Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Ανδρικής Βίας κατά των Γυναικών: 210 3828 126 (Δευτέρα – Παρασκευή 16.00 – 20.00)
Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας – Βοήθεια για τη Βία μέσα στην οικογένεια: 210 3616 232 (Τετάρτη 18.00 – 20.00)
Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθήνας: 210 3613 340 (Ακαδημίας 60)
Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πειραιά: 210 4177 876 (Γούναρη 31)
Πληροφορίες: Κέντρο Ερευνών για θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι.) Αθήνα: 210 3212 690