Η ικανότητα του παιδιού να ελέγχει τους σφιγκτήρες του οργανώνεται σταδιακά, από το τέλος του πρώτου έτους και θεωρούμε ότι έχει κατακτηθεί οριστικά μόνον εφόσον έχει γίνει αυτόματη, δηλαδή γύρω στα 3 με 4 χρόνια. Αυτή η πορεία εξαρτάται από τη νευρολογική ωρίμανση του παιδιού αλλά και από τα μηνύματα που παίρνει από το περιβάλλον του.
Υπάρχουν, όμως, παιδιά που για διάφορους λόγους δυσκολεύονται, κυρίως την νύχτα, να ελέγξουν την κύστη τους και «βρέχονται». Αυτό αποκαλείται «ενούρηση» και χαρακτηρίζεται από την επανειλημμένη κένωση της κύστης του παιδιού -στο κρεβάτι ή στα ρούχα- χωρίς την θέλησή του. Αποτελεί πρόβλημα όταν εξακολουθεί να συμβαίνει μετά τα πέντε χρόνια και με συχνότητα τουλάχιστον δυο φορές το μήνα -για τα μεγαλύτερα παιδιά, μια φορά το μήνα.
Η νυχτερινή ενούρηση έχει χαρακτηριστεί ως το πιο συχνό και χρόνιο πρόβλημα των παιδιών αλλά και των γονιών τους. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα που αφορά το 10-15 % των παιδιών με μια σαφή υπεροχή των αγοριών (2 προς 1 ) σε σχέση με τα κορίτσια.
Υπάρχει ένα ποσοστό ενουρήσεων, που εξελικτικά θεραπεύονται και η συχνότητα του συμπτώματος μειώνεται όσο μεγαλώνει το παιδί. Η ενούρηση διακρίνεται σε οργανική, όταν οφείλεται σε μια σωματική νόσο, όπως, π.χ. στον σακχαρώδη διαβήτη, σε λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος ή σε επιληπτική διαταραχή, και σε λειτουργική, όταν δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια οργανική διαταραχή. Η νυχτερινή ενούρηση χαρακτηρίζεται πρωτοπαθής, όταν το παιδί δεν έχει υπάρξει στεγνό ποτέ για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, και δευτεροπαθής, όταν το παιδί στο παρελθόν έχει υπάρξει στεγνό για ένα χρόνο. Περίπου το 75% των ενουρητικών παιδιών έχουν πρωτοπαθή ενούρηση.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η πρωτοπαθής ενούρηση οφείλεται σε βιολογικούς- γενετικούς παράγοντες και πρέπει να θεωρείται καθυστέρηση της ωρίμανσης. Όσον αφορά την δευτεροπαθή ενούρηση, εμφανίζεται συχνά γύρω στα πέντε με οχτώ χρόνια έπειτα από κάποιο γεγονός, όπως για παράδειγμα, ο ερχομός καινούργιου παιδιού στην οικογένεια, η επιστροφή στο σχολείο, ένα ταξίδι κι ο αποχωρισμός από τους γονείς του, τα προβλήματα στη σχέση μεταξύ των γονιών, η συγκρουσιακή ατμόσφαιρα κ.λπ.
Η ενούρηση διακρίνεται στους εξής τύπους :
•αποκλειστικά νυχτερινή ενούρηση, •αποκλειστικά ημερήσια ενούρηση, •νυχτερινή και ημερήσια ενούρηση.
Συχνά, στην ίδια οικογένεια κάποιος από τους γονείς ή τα άλλα παιδιά τους ίσως ήταν επίσης ενουρητικά. Αρκετοί γονείς συνήθως επικαλούνται το βαθύ ύπνο του παιδιού ως αιτία της ενούρησης. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι κοιμάται τόσο βαθιά, που δεν καταλαβαίνει ότι θέλει να ουρήσει και έτσι «βρέχεται».
Ανεξάρτητα όμως από την αιτιολογία της ενούρησης, το σύμπτωμα είναι πηγή ντροπής, ταπείνωσης και δυσφορίας για το παιδί. Νιώθει ανίσχυρο, αβοήθητο και ανίκανο να ελέγξει την κατάσταση.
Η προσωπικότητα του ενουρητικού παιδιού έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών, οι οποίες καταλήγουν ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό προφίλ. Ένα ενουρητικό παιδί μπορεί να επηρεάσει την οικογενειακή νοοτροπία και σταδιακά να την μετατρέψει σε μια παθολογική συμπεριφορά. Έτσι, η οικογενειακή απάντηση στην ενούρηση του παιδιού μπορεί να εμπεριέχει επιθετικότητα, τιμωρία, απειλή, κοροϊδία ή και φυσική βία.
Πως μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς
• Να μην δίνουν πολλά υγρά στο παιδί πριν από τον ύπνο, χωρίς ωστόσο να υπερβάλλουν.
• Να ξυπνούν το παιδί τους τη νύχτα για ένα διάστημα 3 με 4 εβδομάδων, μία έως μιάμισή ώρα από την στιγμή που κοιμήθηκε.
• Να αποφεύγουν τις παρατηρήσεις ή την ειρωνεία.
• Αν το πρόβλημα παραμένει η αναζήτηση βοήθειας από ειδικό είναι απαραίτητη.
Αλεξάνδρα Καππάτου Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγοςπηγή: akappatou
]]>