Σε ένα χωριό, ήταν ο θυρωρός ενός πορνείου. Δεν υπήρχε σε εκείνο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά από αυτή του θυρωρού στο πορνείο… όμως τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος;
Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σε εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν από αυτόν, και πιο πριν, ο πατέρας του πατέρα του.
Μια μέρα πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης και ένας νέος με ανησυχίες, δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση. Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να του δώσει νέες οδηγίες.
Στον θυρωρό είπε: «Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη του πορνείου θα μου δίνεις και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις τον αριθμό των πελατών. Σε κάθε πέντε, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση. Και μία φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σκόπιμα.»
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως… «Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, κύριε» ψέλλισε, «όμως εγώ… δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω.»
«Α, πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γι’ αυτό…»
«Μα, κύριε, δεν μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως ο πατέρας μου και ο παππούς μου…» Δεν τον άφησε να τελειώσει. «Φυσικά, θα αποζημιωθείς με ένα ποσό για να ανταπεξέλθεις ώσπου να βρεις άλλη δουλειά. Λυπάμαι. Σου εύχομαι καλή τύχη.»
Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Τι να έκανε; Θυμήθηκε ότι, μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή χαλούσε ένα ντουλάπι τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο σταθερό.
Αναζήτησε σε όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γι’ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης που είχε πάρει.
Σύντομα αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δύο ημέρες με το μουλάρι για να πάει στο κοντινότερο χωριό και να αγοράσει τα εργαλεία. Και ξεκίνησε. Αφού επέστρεψε, δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονάς του.
«Ήθελα να σε ρωτήσω μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;» «Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω. Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και …» «Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί.» «Εντάξει.»
Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα. «Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;» «Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου το σιδηροπωλείο απέχει δύο ημέρες με το μουλάρι.» «Ας κάνουμε μια συμφωνία» του είπε ο γείτονας. «Εγώ θα σου πληρώσω τις δύο ημέρες πήγαινε-ελα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω- κάτω, ακόμα άνεργος είσαι, τι λες;»
Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για τέσσερις μέρες… Δέχτηκε. Στην επιστροφή του, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του. «Γεια χαρά, γείτονα. Εσύ πούλησες ένα σφυρί στο γείτονά μας;» «Ναι…» «Χρειάζομαι κι εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι κι ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για να κάνεις τις αγορές σου.»
Ο πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί κι ένα καλέμι. Τα πλήρωσε κι έφυγε. Φαίνεται ότι πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον άλλον να ταξιδεύει για να φέρνει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρισκάριζε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία απ’ όσα είχε πουλήσει. Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονιά και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους.
Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ό,τι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη. Μετά μεγάλωσε την είσοδο κι ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε και βιτρίνα. Έτσι, έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν στο κατάστημά του και δεν ταξίδευε πια γιατί είχε γίνει καλός πελάτης και το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες. Με τον καιρό, πολλοί αγοραστές από γειτονικά μικρότερα πιο απομακρυσμένα χωριά προτιμούσαν το σιδηροπωλείο του.
Μια σκέφτηκε ότι ο φίλος του ο τορναδόρος, μπορούσε να κατασκευάζει για αυτόν σφυριά. Και μετά τανάλιες, πένσες και καλέμια. Ύστερα, ήρθαν τα καρφιά και οι βίδες…
Για να μην τραβήξει σε μάκρος η ιστορία, ας πούμε ότι μέσα σε 10 χρόνια είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων. Μια μέρα αποφάσισε να δωρίσει ένα σχολείο στο χωριό του. Ο δήμαρχος και ο διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του σχολείου και ένα μεγάλο δείπνο προς τιμήν του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης, τον αγκάλιασε και του είπε: «Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου.»
«Η τιμή είναι δική μου, όμως δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος.» «Εσείς, αναλφάβητος; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία… μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε να ξέρατε γραφή και ανάγνωση.»
«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άνθρωπος ψύχραιμα. «Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω… θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο!»
Συμπέρασμα: Τίποτα χρήσιμο δεν κατορθώνεται με το ζόρι. Δεν είναι πάντα καθοριστικό για την πορεία της ζωής, αν κάποιος έχει σπουδάσει ή όχι. Καλό είναι να ακολουθούμε αυτά που θα μας κάνουν ευτυχισμένους είτε αυτό είναι οι σπουδές είτε όχι. Τις περισσότερες φορές οι εναλλακτικές λύσεις σε ένα πρόβλημα είναι πιο αποτελεσματικές.
]]>