Κανέναν επιπλέον καρδιαγγειακό ή οποιονδήποτε άλλο κίνδυνο δεν διαφαίνεται, από τις υπάρχουσες κυρίως επιδημιολογικές μελέτες, να διατρέχουν οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη που λαμβάνουν ορμονική αντισύλληψη. Ωστόσο, πολλοί γιατροί δεν προσφέρουν στις διαβητικές γυναίκες την επιλογή της ορμονικής αντισύλληψης, λόγω ανησυχιών ότι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο επεισοδίων που σχετίζονται με την καρδιά, συλλογικά γνωστών ως θρομβοεμβολικά.
«Είναι πιθανόν κάποιες αντισυλληπτικές μέθοδοι να δημιουργήσουν ανωμαλίες στη ρύθμιση του σακχάρου, κυρίως οι ενέσεις depot και σπανιότερα τα αντισυλληπτικά δισκία, οι οποίες, στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις, διορθώνονται με την αλλαγή του σκευάσματος. Ακόμα σπανιότερα, προβλήματα μπορεί να προκαλέσουν και οι συσκευές IUD (Intra-Uterine Devices) -που τοποθετούνται στην ενδομητρική κοιλότητα και απελευθερώνουν προγεστερόνη παρέχοντας μακροχρόνια αντισύλληψη- τα οποία επίσης διορθώνονται με την αφαίρεσή τους», μας εξηγεί ο κ. Αντώνιος Λέπουρας, Παθολόγος-Διαβητολόγος, Διευθυντής Παθολογικής- Διαβητολογικής Κλινικής & Διαβητολογικού Κέντρου της Κλινικής ΙΑΣΩ GENERAL.
Δηλαδή, οι γυναίκες με διαβήτη είναι απολύτως ασφαλείς όταν λαμβάνουν ορμονική αντισύλληψη, μέσω ενδομήτριων συσκευών ή υποδόριων (κάτω από την επιδερμίδα) εμφυτευμάτων, όπως επιβεβαιώνεται και από μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο Davis Health System της Καλιφόρνιας, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό DiabetesCare. Η μελέτη ανέλυσε στοιχεία δεκαετούς (2002-2011) παρακολούθησης γυναικών, ηλικίας 14-44 ετών και κατέδειξε ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη που χρησιμοποιούν τις περισσότερες μορφές ορμονικής αντισύλληψης δεν διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακές προσβολές, εγκεφαλικά ή άλλα θρομβωτικά επεισόδια.
Εξετάζοντας τα δεδομένα των 150.000 περίπου γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, με τύπου 1 ή τύπου 2 διαβήτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συχνότητα εμφάνισης εγκεφαλικών, καρδιακών ή θρομβοεμβολικών επεισοδίων ήταν χαμηλή και συγκεκριμένα περίπου 6,3 περιστατικά ανά 1.000 γυναίκες ανά έτος.
Οι ορμονικές επιλογές αντισύλληψης με τη χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης θρομβοεμβολής ήταν οι ενδομήτριες συσκευές και τα υποδόρια εμφυτεύματα προγεστερόνης. Υψηλότερα ποσοστά παρουσίασαν όσες γυναίκες χρησιμοποιούσαν αντισυλληπτικό έμπλαστρο.
Το μήνυμα της μελέτης, σύμφωνα με τον κ. Λέπουρα, είναι πως οι κλινικοί γιατροί πρέπει να ξεπεράσουν την προκατάληψη ότι οι μέθοδοι για τον έλεγχο των γεννήσεων περιλαμβάνουν μόνο το “χάπι”. Είναι επίσης σημαντικό να απαλλαγούν από το ταμπού που θέλει τις διαβητικές γυναίκες να πρέπει να αποφύγουν την ορμονική αντισύλληψη. Υπάρχουν επιλογές που είναι ασφαλείς και αποτελεσματικές για όλες τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που πάσχουν από διαβήτη. Όμως, «γνωρίζοντας ότι αντισύλληψη και κάπνισμα αποτελούν καταστροφικό συνδυασμό, σημαντική προσοχή πρέπει να δίδεται στις γυναίκες που εμφανίζουν μια ή κάποιες από τις επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη (νεφρική ανεπάρκεια, αμφιβληστροειδοπάθεια, κ.λπ.)», τονίζει.
Από τα αξιοσημείωτα σημεία είναι ότι οι ερευνητές χαρακτηρίζουν “ανησυχητικό” το γεγονός ότι περίπου το 72% των διαβητικών γυναικών που μελετήθηκαν δεν έλαβαν συνταγογραφούμενη αντισύλληψη.
Ο κ. Λέπουρας κρούει, όμως, τον κώδωνα του κινδύνου για τον χρόνο επίτευξης της εγκυμοσύνης, καθώς αυτός είναι κρίσιμος για τις γυναίκες με διαβήτη. «Καλό είναι να διασφαλιστεί ότι ο διαβήτης είναι υπό καλό έλεγχο τουλάχιστον 2-3 μήνες προ της κύησης, επειδή το υψηλό σάκχαρο μπορεί να προκαλέσει αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης γενετικών ελαττωμάτων», επισημαίνει, συμπληρώνοντας: «Το θέμα του ελέγχου των γεννήσεων σε σχέση ιδίως με τον διαβήτη τύπου 1 ήταν πάντα δύσκολο, με αντιφατικά αποτελέσματα. Οι ορμόνες είναι γνωστό ότι έχουν αντίκτυπο στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, αλλά επηρεάζουν τον καθένα διαφορετικά. Έτσι, όσον αφορά στην αντισύλληψη, αυτό που λειτουργεί καλά σε ένα άτομο μπορεί να είναι εντελώς λάθος για κάποιο άλλο. Χρειάζεται συνεργασία και εξατομίκευση και φυσικά ενημέρωση, ιδίως στις νεώτερες ηλικίες, ώστε ένα ταμπού να μετατραπεί σε δικαίωμα».