Μόλις 6 στους 10 Έλληνες αντιλαμβάνονται τον εμβολιασμό ως πράξη πρόληψης, σύμφωνα με έρευνα της Alco για λογαριασμό της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας.
*Θέλεις να ενημερώνεσαι άμεσα και έγκυρα; Να λαμβάνεις μέρος σε μεγάλους διαγωνισμούς;;; Κάνε LIKE στη σελίδα μας στο Facebook (Juniorsclub.gr) —–> ΕΔΩ
Με αφορμή την έναρξη των εμβολιασμών για τη γρίπη αλλά και την έξαρση του αντιεμβολιαστικού κινήματος που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία θέλησε να μάθει την άποψη των Ελλήνων για τα εμβόλια.
Οι 4 στους 10 δε θυμούνται αν έχουν κάνει συγκεκριμένα εμβόλια ενώ υψηλό είναι το ποσοστό και εκείνων που δε θεωρούν πρόληψη το εμβόλιο.
Συγκεκριμένα το 93% των ερωτηθέντων στο πλαίσιο της έρευνας (κοινωνικό βαρόμετρο) αξιολογεί την πρόληψη για την υγεία ως “πολύ” (28%) και “αρκετά” (65%) σημαντική . Την ίδια ώρα όσον αφορά στην αντίληψη της κοινωνίας για το τι σημαίνει πρόληψη, η υγιεινή διατροφή (83%), οι διαγνωστικές εξετάσεις (80%) και η τακτική άσκηση (71%) συνιστούν το βασικό τρίπτυχο, ενώ ο εμβολιασμός (58%) και η διακοπή του καπνίσματος (56%) ακολουθούν.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως παρά το γεγονός ότι υπάρχει βελτίωση στο ενδιαφέρον για την πρόληψη, η ιεράρχηση εξακολουθεί να μην είναι η “ενδεικνυόμενη”, καθώς το κάπνισμα -αν και το μεγαλύτερο αίτιο θνησιμότητας που μπορεί να αποτραπεί- βρίσκεται τελευταίο και ο εμβολιασμός -ο τρόπος εκρίζωσης λοιμώξεων και αποφυγής νοσηρότητας και θνητότητας- είναι προτελευταίος. Επιπλέον, το ότι 43% του δείγματος δε θυμάται αν έχει εμβολιαστεί, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μη αξιολόγηση αυτού ως προτεραιότητα.
Ωστόσο, σημαντικό στοιχείο αποτελεί ότι ο γιατρός αποτελεί κυρίως αυτόν τον οποίο εμπιστεύονται για λήψη συμβουλής σε σχέση με το διαδίκτυο. Η κα Κατσαούνου ανέφερε ακόμη ότι η αυξημένη λήψη μέτρων πρόληψης είναι, επίσης, ένα στοιχείο, που θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, καθώς σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2017, καταγράφεται αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού (+13%), της τακτικής άσκησης (+8%) και των διαγνωστικών εξετάσεων (+7%).
Παράλληλα, αναδεικνύονται ως παράγοντες που εμποδίζουν τη λήψη πρόσθετων μέτρων πρόληψης, η έλλειψη ενημέρωσης (από το 12% το 2017 στο 26% το 2019) και η έλλειψη χρόνου (29% με αύξηση 3%), ενώ η αδυναμία κάλυψης του κόστους μειώνεται κατά 9%, παραμένοντας, ωστόσο, σταθερά στην πρώτη θέση με 37%. Ο τελευταίος άξονας, έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάγκη για ενίσχυση των δράσεων ενημέρωσης, καθώς μόνο το 21% των ερωτηθέντων θεωρεί σήμερα ότι είναι πολύ ενημερωμένο και το 48% δηλώνει αρκετά ενημερωμένο. Αντίθετα το 30% δηλώνει λίγο/καθόλου, με συνέπεια η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης να εμφανίζεται ως βασικός λόγος για τη μη λήψη μέτρων πρόληψης.
Η έλλειψη ενημέρωσης αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα που αφορούν στη διακοπή του καπνίσματος. Έτσι το 80% των καπνιστών αποπειρώνται να διακόψουν μόνοι τους (ποσοστά επιτυχίας 3-5%) ενώ μόνο 4% απευθύνεται στα ιατρεία διακοπής του καπνίσματος (ποσοστά επιτυχίας πάνω από 35%) και 8% καταφεύγει στα καινούργια καπνικά προϊόντα (μη ασφαλή).
Ακόμη, αν και οι προσπάθειες των τελευταίων ετών αρχίζουν να αποδίδουν ενάντια στο αντι-εμβολιαστικό κίνημα, μόνο το 43% του δείγματος προχωρά σε εμβολιασμό ως μέτρο πρόληψης. Επιπρόσθετα, τα συμπληρώματα διατροφής εξακολουθούν να κατέχουν μερίδιο στους τρόπους πρόληψης, ενώ η υγιεινή διατροφή – αν και πρώτη σε σειρά- μείωσε το ποσοστό της. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναγνωρίζει την πρόληψη ως προτεραιότητα, αλλά μόνο το 21% είναι καλά ενημερωμένο, απλά καταδεικνύει την αναγκαιότητα και την αξία εκστρατειών ενημέρωσης του κοινού».