του ψυχολόγου, Γκαντίνα Θεόδωρου
Γνωστό και ως «ο φόβος του κοντά», πολλές φορές μπορεί να σαμποτάρουμε μια σχέση άθελά μας γιατί αρχίζουμε να δενόμαστε συναισθηματικά με τον/την σύντροφό μας. Εκεί που όλα πάνε καλά, ο ένας από τους δύο σταματά να τηλεφωνεί, προσπαθεί να απομονωθεί, μαλώνει για ασήμαντα θέματα, γίνεται λεκτικά ή σωματικά επιθετικός/η, βρίσκει ελαττώματα στον/στην σύντροφό του για τα οποία θεωρεί πως πρέπει να λήξει τη σχέση.
Πολύ πιθανόν ο ένας να αναγκάζει τον άλλον να επιλέξει ανάμεσα σε επιλογές τις οποίες ο τελευταίος δε μπορεί να πραγματοποιήσει, να δίνει τελεσίγραφα, ή να αποφεύγει την επαφή είτε αυτή είναι σεξουαλική είτε η απλή καθημερινή επαφή δύο ανθρώπων που περνούν τον χρόνο τους μαζί.
Οι λόγοι που οδηγούν στην απομάκρυνση των ανθρώπων
Όταν μία σχέση είναι δυσλειτουργική ίσως ένας σύντροφος να έχει πολλούς λόγους να προσπαθεί να κρατήσει την απόστασή του, ή να απομονωθεί, όταν όλα όμως πάνε καλά για ποιο λόγο μπορεί να θέλει κάποιος να βάλει εμπόδια στη σχέση του;
Θα μοιραστώ μαζί σας ένα παράδειγμα που πιστεύω πως είναι βοηθητικό για την κατανόηση αυτού του θέματος. Στην παιδική μου ηλικία, για μερικά χρόνια, κάθε καλοκαίρι πήγαινα στην κατασκήνωση η οποία είχε τυπικά διάρκεια 3 εβδομάδων όμως υπήρχε και η επιλογή κάποιος να φύγει στις 2 εβδομάδες, κάτι που έκαναν αρκετά παιδιά. Τον πρώτο καιρό δημιουργούνταν πολλές φιλικές σχέσεις όμως όσο πλησίαζε το τέλος των δύο πρώτων εβδομάδων οι παρέες απομακρύνονταν σταδιακά από τα παιδιά που θα έφευγαν. Γιατί; Γιατί ο φόβος του αποχωρισμού και ο πόνος που θα επακολουθήσει είναι πολύ μεγαλύτερος όταν χάνουμε κάποιον αγαπημένο μας από ότι όταν χάνουμε κάποιον για τον οποίον δεν τρέφουμε βαθιά συναισθήματα.
Έτσι είναι και με τις σχέσεις, κάποιος με τον οποίον θα δεθούμε συναισθηματικά θα μας πληγώσει πολύ περισσότερο αν μας χωρίσει και εδώ έγκειται και η «λογική» πίσω από το σαμποτάζ. Όταν λόγω της πρότερης εμπειρίας μας έχουμε μάθει ότι στο τέλος θα πληγωθούμε, ότι οι άλλοι θα μας εγκαταλείψουν, ότι θα ανακαλύψουν ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί και θα φύγουν για να ψάξουν κάτι καλύτερο, τότε περιμένουμε να βιώσουμε έναν βαθύ πόνο. Αν όμως αυτός που θα μας εγκαταλείψει δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία για μας τότε κι εμείς δεν θα πληγωθούμε και τόσο πολύ.
Γι’ αυτό και ένας άνθρωπος μπορεί να αποστασιοποιηθεί από κάποιον, ή μπορεί να βρίσκει ελαττώματα στον σύντροφό του, που στα αυτιά των υπολοίπων ακούγονται -και ίσως είναι- ασήμαντες λεπτομέρειες. Όλα αυτά μπορεί να είναι πραγματικοί λόγοι που μας ενοχλούν, μπορεί όμως να είναι και λόγοι που ψάχνουμε να βρούμε ως δικαιολογία για να αποστασιοποιηθούμε από μία σχέση.
Η παιδική μας ηλικία, η πηγή του κακού
Καθώς δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε πραγματικά τι σκέφτεται ο σύντροφός μας, μπορεί με το μυαλό μας να πλάθουμε δικά μας σενάρια για το τι θέλει ή τι μπορεί να πράξει στο μέλλον. Ταυτοχρόνως, εφόσον ο σύντροφός μας δε μπορεί να διαβάζει τη σκέψη μας μπορεί να μας απογοητεύει μην κάνοντας αυτό που θα θέλαμε. Η ικανότητά μας να αντεπεξέλθουμε σε αυτές τις απογοητεύσεις πηγάζει, σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης και την κοινωνιογνωστική θεωρία, από τις πρώιμες σχέσεις που είχαμε στα παιδικά μας χρόνια με τους φροντιστές μας αλλά και από τις εμπειρίες που είχαμε στις σχέσεις μας μεγαλώνοντας.
Η ικανότητά μας να νιώσουμε αρκετή ασφάλεια σε μία σχέση ώστε να ρισκάρουμε να πληγωθούμε ερχόμενοι κοντά στον άλλον αφορά το πόσο «μάθαμε» όταν ήμασταν μικροί ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Αν ο γονιός, ακόμα και άθελά του, ήταν συναισθηματικά απόμακρος, και αν δεν έδινε στο παιδί με συνέπεια την αγάπη, την φροντίδα, την προσοχή και την προστασία που αυτό χρειαζόταν, τότε και το παιδί έμαθε να μην εμπιστεύεται τους άλλους. Όταν ο γονιός, ο πιο σημαντικός «άλλος» στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, μας απορρίπτει και μας πληγώνει, μαθαίνουμε κι εμείς να μην βασιζόμαστε επάνω του και έχοντας αυτήν τη σχέση ως πρότυπο μαθαίνουμε ότι το να επενδύουμε συναισθηματικά σε άλλους έχει ως συνέπεια το να πληγωνόμαστε. Αν λοιπόν επιτρέψουμε σε κάποιον να έλθει κοντά μας, μπορεί να ανακαλύψει όλα όσα μας κάνουν να ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας και τότε φοβόμαστε ότι θα φύγει, ότι θα μας εγκαταλείψει και αυτό είναι σίγουρα οδυνηρό, οπότε μόνη λύση φαντάζει η απομάκρυνση.
Κάθε νέα σχέση, ελπίδα για αλλαγή
Ίσως σε κάθε καινούρια σχέση να φανταζόμαστε ότι αυτήν τη φορά θα τα καταφέρουμε, όμως τα μοτίβα συμπεριφοράς επαναλαμβάνονται όσο διατηρούμε τις ίδιες πεποιθήσεις. Για να συνάψουμε σχέσεις βαθιές, με νόημα και διάρκεια, χρειάζεται να αποδεχτούμε ότι ο σύντροφός μας μπορεί να μας απογοητεύσει ή να μας πληγώσει, όμως πρέπει ταυτοχρόνως να συνειδητοποιήσουμε ότι μία αποτυχία σε μία σχέση, ένα πισωγύρισμα, ένας τσακωμός, μία διαφωνία είναι απλά ένα στάδιο και είναι κάτι που διορθώνεται, ότι μία αποτυχία με άλλα λόγια δεν φέρνει την καταστροφή.
Η ψυχοθεραπευτική σχέση που είναι ίσως το σημαντικότερο εργαλείο της ψυχοθεραπείας, ασχέτως της προσέγγισης που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε ψυχολόγος, βασίζεται ακριβώς σε αυτήν την ικανότητα των δύο μελών της θεραπείας να χτίσουν μία σχέση στην οποία ο θεραπευόμενος γίνεται άνευ όρων αποδεκτός μαζί με τα ελαττώματά του. Ο θεραπευτής έτσι δείχνει στον θεραπευόμενο ότι μπορεί να γίνει αγαπητός από τους άλλους ακόμα και αν αυτοί μάθουν τα ντροπιαστικά του μυστικά και πως μία σχέση δεν καταστρέφεται απαραίτητα από μία διαφωνία.
Στην θεραπεία, η απογοήτευση και η διαφωνία είναι εξίσου σημαντικές όσο και η μετέπειτα συμφιλίωση. Όχι μόνο μία αποτυχία δεν είναι καταστροφική αλλά αν μπορέσουμε να διορθώσουμε ένα κακό στη σχέση μας, αυτό την ενδυναμώνει.