Με μεγάλη επιτυχία, όπως αναγνωρίστηκε διεθνώς, διεξήχθησαν στη μικρή και φτωχή Ελλάδα εκείνης της εποχής οι Πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες (25 Μαρτίου – 3 Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο, 6 Απριλίου – 15 Απριλίου με το νέο), με επίκεντρο το καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, που ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, χάρις στην οικονομική συνεισφορά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Η Αθήνα αριθμούσε τότε 111.486 κατοίκους (η μικρότερη πόλη που έχει διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες), με πρώτο πολίτη τον δήμαρχο Αθηναίων Λάμπρο Καλλιφρονά. Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης.
Η ανάθεση των αγώνων στη χώρα μας στις 23 Ιουνίου 1894 χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από το φίλαθλο κοινό της εποχής, αλλά αντιμετωπίστηκε επιφυλακτικά από την πολιτική τάξη της χώρας, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Όμως, ο βασιλιάς Γεώργιος δεν συμμεριζόταν τους δισταγμούς των πολιτικών κι εκφράζοντας το ζωηρό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, συγκρότησε την οργανωτική επιτροπή υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο, η οποία κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα αναγκαία ποσά με εράνους και συνεισφορές πλουσίων Ελλήνων.
Έτσι, νωρίς το απόγευμα της 25ης Μαρτίου 1896 (6 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο), ανήμερα της επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας, δόθηκε στο ανακαινισμένο και κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο η έναρξη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής. Αμέσως μετά ακούστηκε για πρώτη φορά ο «Ολυμπιακός Ύμνος», σε ποίηση Κωστή Παλαμά και μουσική Σπύρου Σαμάρα.
Στους Α’ Ολυμπιακούς Αγώνες συμμετείχαν 241 αθλητές από 14 χώρες (Ελλάδα, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Αυστραλία, Σουηδία, Βουλγαρία, Χιλή). Δεν επετράπη η συμμετοχή των γυναικών. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, μία νεαρή Αθηναία, η Σταμάτα ή Μελπομένη Ρεβύθη, έτρεξε μόνη της την επομένη του θριάμβου του Σπύρου Λούη τον μαραθώνιο δρόμο, σε 5 ώρες και 30 λεπτά.
Η συντριπτική πλειονότητα των αθλητών ήταν από τη χώρας μας, η οποία κατέκτησε για πρώτη και τελευταία φορά την πρωτιά στον πίνακα των μεταλλίων. Κέρδισε 46 μετάλλια (10-17-19), έναντι 20 των ΗΠΑ (11-7-2) και 13 της Γερμανίας (6-5-2). Οι νικητές τότε έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς κι ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε αργότερα να απονείμει χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια στους τρεις πρώτους αθλητές κάθε αγωνίσματος.
Μορφές των αγώνων αναδείχθηκαν, ο Σπύρος Λούης, που κέρδισε τον Μαραθώνιο και ο αυστραλός λογιστής Έντουιν Φλακ, «Ο Λέων των Αθηνών» όπως τον ονόμασαν οι συμπατριώτες του, που κέρδισε τα χρυσά σε 800 και 1.500 μ., κάτι που ελάχιστοι αθλητές έχουν πετύχει μέχρι σήμερα.
Μία ημέρα αργότερα, ο Φλακ επιχείρησε να κερδίσει και τον Μαραθώνιο, αλλά τρία χιλιόμετρα πριν από τον τερματισμό κι ενώ προηγείτο, κατέρρευσε και αποχώρησε. Μάλιστα, την τελευταία στιγμή απέφυγε το λιντσάρισμα από τους θεατές, όταν γρονθοκόπησε έλληνα φίλαθλο, παρεξηγώντας την προσπάθεια του τελευταίου να τον βοηθήσει, προκειμένου να μη σωριαστεί.
Η αυλαία των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας έπεσε στις 3 Απριλίου (15 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τη στέψη των νικητών και την απονομή των μεταλλίων και των διπλωμάτων από τον βασιλιά Γεώργιο Α’.