Στις 19 Αυγούστου 1839, η φωτογραφία μόλις ξεκίνησε να θέτει τα θεμέλιά της με τον Λουί Νταγκέρ όταν αναγνωρίστηκε επισήμως από την Γαλλική Aκαδημία Eπιστημών.
Αυτή η ημερομηνία θεωρείται άτυπα ως η ημερομηνία εφεύρεσης της φωτογραφίας, αν και συναίνεση δεν υπάρχει, μιας και η νέα ανθρώπινη τρέλα είχε μπόλικα χρονάκια στο ενεργητικό της, παραμένοντας όμως εν πολλοίς άπιαστο όνειρο, καθώς οι αποτυχίες ήταν σαφώς περισσότερες από τις φειδωλές και δειλές επιτυχίες.
Η ιστορία της φωτογραφίας μάς λέει ότι η νταγκεροτυπία ή δαγκεροτυπία (εξελληνισμένα) υπήρξε η πρώτη πρακτική και εμπορική απεικονιστική τεχνική που ήρθε ως εξέλιξη της ηλιογραφίας, μιας μεθόδου του συνεργάτη του Νταγκέρ, Ζοζέφ Νικηφόρου Νιέπς, στην οποία είχε βάλει επίσης το χεράκι του.
Τα πρώτα πειράματα εξάλλου πάνω σε φωτοευαίσθητα υλικά χρονολογούνται ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, αν και ονόματα πιονέρων όπως ο Γιόχαν Χάινριχ Σούλτσε κατόρθωσαν μεν να αποτυπώσουν το φως πάνω στο χαρτί, αλλά όχι και να σταθεροποιήσουν την εικόνα.
Επόμενος σταθμός, ο Νιέπς, που το 1826 κατάφερε να αποτυπώσει απευθείας σε «θετικό» την πρώτη φωτογραφία της Ιστορίας, χάρη στη χρήση ενός παράγωγου του πετρελαίου. Για την αποτύπωση της φωτογραφίας του απαιτήθηκε έκθεση στο φως οκτώ ολόκληρων ωρών, αν και παρά το σχετικά αποτελεσματικό της ηλιογραφίας, όπως την είπε ο εφευρέτης της, η εμπορική της πορεία υπήρξε παταγώδης αποτυχία.
Η φωτογραφία φάνταζε όνειρο θερινής νυκτός μέχρι να ασχοληθεί μαζί της ο ζωγράφος και σκηνογράφος Λουί Ζακ Μαντέ Νταγκέρ, ο οποίος πειραματίστηκε με την εικόνα σε κάθε της μορφή, καθώς έψαχνε να βγάλει λεφτά από λαϊκά θεάματα ταχυδακτυλουργικών ψευδαισθήσεων. Παράλληλα με τις κινούμενες εικόνες που χάριζε στο παριζιάνικο κοινό (λογίζεται επίσης ως ένας από τους πρωτεργάτες του σινεμά), είδε την ηλιογραφία του Νιέπς και του πρότεινε να συνεργαστούν εμπορικά, μιας και δεν σκάμπαζε από επιστήμη και μηχανική.
Μετά το θάνατο του Νιέπς όμως το 1833, ο Νταγκέρ προσηλώθηκε στην τελειοποίηση της φωτογραφικής μεθόδου και τελικά τα κατάφερε, επινοώντας τη δαγκεροτυπία το 1839 και παρουσιάζοντάς την επισήμως στην Ακαδημία Επιστημών! Η τεχνική του απέδιδε «θετικές» φωτογραφίες και θύμιζε φευγαλέα τα αποτελέσματα των σημερινών φωτογραφιών στιγμής, αν και η μεγαλύτερή του νίκη ήταν η εμπορική καθιέρωσή της.
Έκπληκτο το γαλλικό κοινό ήθελε τώρα να απαθανατιστεί στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια του Νταγκέρ και τα δικαιώματα της δαγκεροτυπίας αποκτήθηκαν αμέσως από το γαλλικό Δημόσιο, για τέτοια απήχηση μιλάμε!
Παρά το γεγονός ότι η εικόνα που παραγόταν εμφάνιζε το πρότυπο σε αντεστραμμένη όψη (ανάλογη με την κατοπτρική αναπαράσταση) και οι χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνταν ήταν ιδιαίτερα τοξικές, η δαγκεροτυπία άνοιξε τη μαγεμένη ανθρωπότητα στη φωτογραφική τέχνη, από τη σαγήνη της οποίας δεν θα απαλλασσόταν ποτέ.
Ο Λουί Ζακ Μαντέ Νταγκέρ γεννιέται στις 18 Νοεμβρίου 1787 σε γαλλική κωμόπολη μέσα σε μεσοαστική οικογένεια. Ο φιλομοναρχικός πατέρας του δεν δίστασε μάλιστα να ονομάσει την κόρη του Μαρία Αντουανέτα παρά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης.
Η λαϊκή εξέγερση θα ανακόψει συχνά και πολλάκις την εκπαίδευση του μικρού Λουί, ο οποίος έμαθε παρόλα αυτά λίγα γράμματα. Αν και το σχολείο δεν φάνηκε να τον νοιάζει ποτέ, καθώς το ταλέντο του στο σχέδιο δεν μπορούσε να κρυφτεί. Κι έτσι ήδη από 13 ετών θα βρεθεί να μαθητεύει δίπλα σε αρχιτέκτονα, ενώ ανεπιβεβαίωτες πηγές τον θέλουν να λειτουργεί ακόμα και ως τελωνειακός υπάλληλος πολύ νωρίς στη ζωή του.
Όπως κι αν έχει, ο ασίγαστος Νταγκέρ θα βρεθεί το 1804 στο Παρίσι να μαθητεύει δίπλα σε προβεβλημένο ζωγράφο και σκηνογράφος της όπερας. Ως μαθητής του Πιερ Πρεβόστ, ο νεαρός Λουί θα γίνει ξεφτέρι στη ζωγραφική, τα φυσικά πανοράματα αλλά και στη δημιουργία οπτικών ψευδαισθήσεων. Ταυτοχρόνως, όντας μέλος της πολύβουης θεατρικής κοινότητας των Παρισίων, θα ανέβει αρκετές φορές στη σκηνή ως κομπάρσος και χορευτής, αν και σύντομα θα γίνει ένας από τους γνωστότερους θεατρικούς σκηνογράφους.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο πολυμήχανος Νταγκέρ ήταν ήδη καθιερωμένος διακοσμητής και σκηνογράφος, όταν θα έβαζε στο στόχαστρό του τις οπτικές πλάνες. Με έναν συνεργάτη του, αναπτύσσουν και παρουσιάζουν το «Διόραμα», ένα μοναδικό είδος θεάματος κατά το οποίο, με κατάλληλο φωτισμό, οι παραστάσεις ενός πίνακα φαίνονταν σαν να ήταν πραγματικές στον χώρο! Οι ημιδιαπερατοί πίνακες κινούνταν και έριχναν τη σκιά τους πάνω στο έκπληκτο κοινό, που συνέρρεε στο ειδικά διαμορφωμένο θέατρο για να απολαύσει το ολοζώντανο θέαμα του Νταγκέρ με το φως και τα χρώματα.
Το «Διόραμα» άνοιξε τις πύλες του τον Ιούλιο του 1822 και έκανε τον εφευρέτη του ακόμα γνωστότερο τόσο στη θεατρική κοινότητα όσο και τον πολύ κόσμο. Έπειτα από μια δεκαετία όμως καλλιτεχνικής και οικονομικής επιτυχίας, ο Νταγκέρ θα βρεθεί να διολισθαίνει προς τη χρεοκοπία μεταξύ 1832-1835, καθώς το «Διόραμα» ήταν πανάκριβο στην κατασκευή και τη συντήρησή του την ίδια ώρα που μια επιδημία χολέρας που χτύπησε το Παρίσι καταπόντισε τις πωλήσεις των εισιτηρίων.
Οριστικό τέλος στον πρόδρομο αυτό του κινηματογράφου θα έβαζε μια φωτιά το 1839, η οποία έκαψε ολοσχερώς το «Διόραμα» και ό,τι το αφορούσε…
Διαβλέποντας τις οικονομικές περιπέτειες στις οποίες έμπαινε αλλά και με την ακόρεστη δίψα του για κάθε λογής θέαμα, ο Νταγκέρ προσέγγισε το 1829 τον περίφημο εφευρέτη Ζοζέφ Νικηφόρο Νιέπς, ο οποίος ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια είχε πατεντάρει την πρώτη τεχνική μόνιμης απεικόνισης, τη φοβερή ηλιογραφία του!
Ο Νιέπς μελετούσε διαχρονικά τη δυνατότητα παρασκευής ενός μέσου αναπαράστασης στηριζόμενο αποκλειστικά στην επίδραση του φωτός και ήδη από το 1813 είχε καταφέρει να αποτυπώσει «ηλιογραφικά» -όπως έλεγε τα μέσα του- εικόνες με σχετικά μόνιμο αποτέλεσμα. Αφού πέρασε από πλάκες κασσιτέρου και γυαλιού, στράφηκε μετά στον χαλκό και στο τέλος στο ασήμι.
Ο Νταγκέρ προσέγγισε τον Νιέπς ώστε να ενσωματώσει τις καινοτόμες φωτοευαίσθητες τεχνικές του τελευταίου στο «Διόραμά» του, καθώς και ο ίδιος προσπαθούσε εδώ και τουλάχιστον εφτά χρόνια να φτιάξει μια μέθοδο σταθερής αποτύπωσης εικόνων. Οι δυο πιονέροι της φωτογραφίας συνεργάστηκαν πράγματι στενά, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα γεννούσε ένα εντελώς διαφορετικό μέσο, αν και το 1833 ο Νιέπς πέθανε, αφήνοντας μόνο τον Λουί να παλεύει με τα χημικά και τα υλικά.
Έξι χρόνια αργότερα, το 1839, ο Νταγκέρ ήταν έτοιμος να ρίξει στην αγορά την εφεύρεσή του, που πατεντάρισε το 1839 ως «δαγκεροτυπία». Την προηγούμενη χρονιά, μέσω της πρωτοποριακής χημικής τεχνικής του είχε συλλάβει μια φέτα παριζιάνικης πραγματικότητας, έναν λούστρο να γυαλίζει τα παπούτσια ενός πελάτη, κάτι που θεωρείται εν πολλούς η πρώτη απεικόνιση ανθρώπου σε φωτογραφικό μέσο!
Η περιβόητη φωτογραφία της άνοιξης του 1838 παρουσιάζει την Boulevard du Temple στο Παρίσι, έναν πολυσύχναστο δρόμο, στον οποίο κατάφερε να συλλάβει τους δύο άντρες που πόζαραν εν αγνοία τους ακίνητοι για περισσότερο από 10 λεπτά, όσα χρειάζονταν δηλαδή ώστε να καταγραφούν στο φωτοευαίσθητο μέσο του Νταγκέρ. Η εικόνα είναι αντεστραμμένη (χαρακτηριστικό της δαγκεροτυπίας), όπως αποδεικνύεται από την επιγραφή στο κτίριο στο επάνω αριστερό μέρος!
Στις 7 Ιανουαρίου 1839, τα μέλη της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών πρωτοαντίκρισαν τα φωτογραφικά καλούδια του Νταγκέρ που έρχονταν ολοταχώς να αλλάξουν τη μοίρα της οπτικής αναπαράστασης. Η φωτογραφία είχε γεννηθεί με πάσα επισημότητα, κάτι που αναγνώρισαν τα μέλη της Ακαδημίας και έδωσαν στον εφευρέτη τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσής της. Τι ήταν όμως που έβλεπαν οι γάλλοι Ακαδημαϊκοί;
Η διαδικασία παραγωγής της δαγκεροτυπίας ξεκινά με την παράθεση χάλκινων πλακών σε μείγμα ιωδίου, όπου μέσω των αναθυμιάσεων διαμορφώνεται το φωτοευαίσθητο ιωδίδιο του αργύρου. Οι πλάκες πρέπει να χρησιμοποιηθούν εντός μίας ώρας. Ο Νταγκέρ εξέθετε την εικόνα του στο φως για 10 έως 20 λεπτά, ανάλογα με τη διαθέσιμη φωτεινότητα, και κατόπιν εμφάνιζε τη φωτογραφία εκθέτοντας την πλάκα σε υδράργυρο που είχε πρωτύτερα θερμάνει.
Ο υδράργυρος συγχωνευόταν με το ασήμι και κατόπιν η εικόνα βυθιζόταν σε θερμό διάλυμα κοινού άλατος, πριν ξεπλυθεί με καυτό αποσταγμένο νερό. Οι δαγκεροτυπίες δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν σε αντίγραφα και οι επιφάνειές τους ήταν εξαιρετικά λεπτές, με συνέπεια να καλύπτονται συχνά με γυαλί για να μην καταστραφούν. Η εικόνα που παραγόταν εμφάνιζε όπως είπαμε το πρότυπο σε αντεστραμμένη όψη, την ίδια ώρα που οι πλάκες που χρησιμοποιούνταν στη φωτογράφιση έπρεπε να εκτεθούν στο φως για 10 με 20 λεπτά, με τα μοντέλα των φωτογραφιών να μένουν ακίνητα για όση ώρα έπαιρνε η έκθεση!
Παρόλα αυτά, σε σχέση με τις 8 ώρες που απαιτούσε η έκθεση της ηλιογραφίας, η επαργυρωμένη χάλκινη πλάκα (επιχρισμένη με ατμούς ιωδίου) που αποκαλούνταν «δαγκεροτυπία» ήταν σαν στιγμιαία φωτογραφία! Η αστραφτερή αυτή εικόνα πάνω στην ασημωμένη χαλκογραφία που είδαν τα μέλη της Ακαδημίας έφτανε και περίσσευε για να μην πιστεύουν στα μάτια τους. Ο ίδιος τα είχε καταφέρει να απαθανατίσει μόνιμα τις φευγαλέες εικόνες του κόσμου μας με μόνα μέσα το ηλιακό φως και τη χημεία.
Οι επιστήμονες της γαλλικής Ακαδημίας θαμπώθηκαν τόσο με τη δαγκεροτυπία που εξασφάλισαν στον δημιουργό της ισόβια σύνταξη με αντάλλαγμα τα δικαιώματα χρήσης της εφεύρεσης για λογαριασμό του γαλλικού Δημοσίου. Η μοιραία επίδειξη έγινε μπροστά στα μέλη τόσο της Ακαδημίας Επιστημών όσο και της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, την ίδια ώρα που πλήθος κόσμου κρεμόταν σαν τσαμπιά από τα κάγκελα της αυλής.
Οι αξιοσημείωτα λεπτομερείς εικόνες που απέδιδε η δαγκεροτυπία μάγεψαν φυσικούς, αστρονόμους, καλλιτέχνες και όλους λίγο πολύ τους Παριζιάνους, αν και ο πολυμήχανος Νταγκέρ κράτησε το καλύτερο ταχυδακτυλουργικό για το τέλος. Γιατί μπορεί να εκχώρησε με το αζημίωτο στο γαλλικό κράτος την πατέντα της τεχνικής, κράτησε ωστόσο για τον εαυτό του όλο τον επίσης πατενταρισμένο εξοπλισμό για τη σύλληψη, εμφάνιση και σταθεροποίηση της δαγκεροτυπίας!
Τώρα ο Νταγκέρ προωθούσε τη νέα μορφή απεικόνισης ως μέσο τόσο για καλλιτεχνική έκφραση όσο και επιστημονική παρατήρηση, κάνοντας τη δαγκεροτυπία του απαραίτητη στις καλές τέχνες και τις επιστήμες. Μια από τις πρώτες χρήσεις της είχαν να κάνουν με τη σύλληψη νεκρών φύσεων και αρχαίων αγαλμάτων, τα οποία με την πάλλευκη ακινησία τους ήταν ιδανικά για τη δεκάλεπτη έκθεση της μεθόδου του Νταγκέρ.
Μικροοργανισμοί έμπαιναν πια στο μικροσκόπιο και απαθανατίζονταν με όλες τους τις λεπτομέρειες, χαρίζοντας στην επιστημονική κοινότητα και τον απλό κόσμο εικόνες που δεν είχαν ξαναδεί. Ακόμα και ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου των Παρισίων θαμπώθηκε από την πρώτη δαγκεροτυπία του φεγγαριού!
Η τεχνική που τόσο μπόλιασε τη φαντασία των ανθρώπων και μας έδωσε τελικά την τέχνη της φωτογραφίας δεν έμελλε ωστόσο να επιβιώσει: στις 8 Μαρτίου 1839, η φωτιά που κατέκαψε το «Διόραμα» έκανε στάχτη και το εργαστήριο του Νταγκέρ, καταστρέφοντας ολοσχερώς όλη την πειραματική δουλειά αλλά και τα αρχεία του.
Σήμερα μόλις 25 δαγκεροτυπίες σώζονται από την πρώιμη αυτή εποχή της φωτογραφίας και περιλαμβάνουν νεκρές φύσεις, απόψεις του Παρισιού αλλά και πορτρέτα ανθρώπων.
O Νταγκέρ χρίστηκε αξιωματούχος του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής και, από κοινού με τον κληρονόμο του Νιέπς (τον γιο του, Ισίδωρο), έλαβε το παχυλό ετήσιο επίδομα για την εκχώρηση της πατέντας του στο γαλλικό Δημόσιο. Οι εικόνες της δαγκεροτυπίας του συνέχισαν να αποκαλούνται θαυματουργές και να προκαλούν πρωτοφανή συναισθήματα στο κοινό.
Τα νέα για τη δαγκεροτυπία έφτασαν στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και η γαλλική κυβέρνηση, έχοντας εξασφαλίσει τα δικαιώματα, την παρουσίασε ως το «δωρεάν δώρο» της Γαλλίας στην οικουμένη. Σύντομα η Γαλλία κυκλοφόρησε οδηγίες χρήσης της εφεύρεσης, την ίδια ώρα που ο δημιουργός της έπαιρνε τώρα τους επαίνους με το τσουβάλι: μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Σχεδίου και επίτιμος ακαδημαϊκός και άλλα πολλά.
Η δαγκεροτυπία έμελλε να έχει διάφορες επιπτώσεις σε αρκετούς τομείς ανθρώπινης δράσης, επιδρώντας, για παράδειγμα, σημαντικά στην εξέλιξη της ζωγραφικής και κυρίως της τοπιογραφίας. Αν και αρκετά περίπλοκη, η δαγκεροτυπία αποτέλεσε την πρώτη φωτογραφική μέθοδο που είχε πρακτική εφαρμογή. Όσο για τον Νταγκέρ, πέρασε τα στερνά του αναλύοντας διεξοδικότερα τη συγκεκριμένη τεχνική στα συγγράμματά του «Ιστορία και περιγραφή των μεθόδων της δαγκεροτυπίας και του διοράματος» (1839) και «Νέα μέσα προπαρασκευής του ευαίσθητου στρώματος των πλακών που προορίζονται να δεχτούν φωτογραφικές εικόνες» (1844).
Τώρα ζούσε από το ετήσιο καταπίστευμα αλλά και την αποζημίωση που πήρε για την καταστροφή του ασφαλισμένου θεάτρου και των Διοραμάτων του, περνώντας τα στερνά του επιστρέφοντας σε ένα παλιό του πάθος: τη ζωγραφική. Τώρα φιλοτεχνούσε ναούς και παρεκκλήσια στο παρισινό προάστιο όπου αποσύρθηκε, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 10 Ιουλίου 1851.
Το όνομά του ήταν ένα από τα 72 ονόματα των μεγάλων Γάλλων που χαράχτηκαν στον Πύργο του Άιφελ στα τέλη της δεκαετίας του 1880…
]]>