Βρήκαν επίσης ότι όταν η αυτοεκτίμηση ανεβαίνει, μειώνεται η κατανάλωση. Η έρευνα σε πρώτο επίπεδο επικεντρώθηκε στο πώς αυτή η σχέση επηρεάζει παιδιά και εφήβους. Βρέθηκε ότι μια απλή κίνηση που αυξάνει την αυτοεκτίμηση μειώνει δραματικά τον καταναλωτισμό, ως τρόπος διαχείρισης της ανασφάλειας.
Όταν τα παιδιά έχουν φτάσει στην εφηβεία, και βιώνουν μια πτώση της αυτοεκτίμησης, αρχίζει το στάδιο της αγοράς αντικειμένων για να καλύψουν το κενό.
Το παράδοξο των ερευνών αυτών είναι ότι ο καταναλωτισμός είναι καλός για την οικονομία αλλά όχι για το άτομο. Είναι καλό όταν οι νέοι θέλουν να αλλάζουν γκαρνταρόμπα κάθε χρόνο. Αλλά το κρυμμένο κόστος είναι πιο υψηλό από το χρηματικό. Υπάρχει κόστος στην ευτυχία όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αξία τους εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες.
Οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε μεγαλύτερο εισόδημα για να μπορούμε να αγοράζουμε πράγματα. Οι κοινωνίες γίνονται πλουσιότερες αλλά όχι και πιο χαρούμενες. Έτσι , υπάρχουν μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης, αλκοολισμού και εγκλημάτων από ότι πριν 50 χρόνια. Αυτό διαφαίνεται σε χώρες όπως η Βρετανία, οι Η.Π.Α., η ηπειρωτική Ευρώπη και η Ιαπωνία.
Στατιστικά οι άνθρωποι έχουν περισσότερα πράγματα από όσα είχαν πριν 50 χρόνια αλλά είναι δυστυχείς σε βασικά στοιχεία του εαυτού τους. Επίσης, η υπερκατανάλωση βλάπτει και το περιβάλλον π.χ. δε χρειάζεται να αγοράζουμε τόσο πολύ εμφιαλωμένο νερό , όπου έρευνες έχουν δείξει ότι δεν είναι καλύτερο από το νερό της βρύσης, το οποίο δεν αφήνει και τόνους πλαστικών μπουκαλιών στα σκουπίδια.
Ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι πάνε και αγοράζουν κάτι που είναι μέσα στη μόδα, είναι γιατί πιστεύουν ότι θα συμβάλει στην ικανοποίησή τους και στην ευτυχία τους στη ζωή. Η λέξη «πιστεύουν» είναι η λέξη κλειδί. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν χάσει την ουσία της ζωής και δεν ικανοποιούνται με αυτά που έχουν σε υλικό και συναισθηματικό επίπεδο.
Ολόκληρα έθνη πρέπει να καταλάβουν τους μύθους για το τι κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο, έτσι ώστε να ευτυχίσουν και να βελτιώσουν το περιβάλλον μας.