Από την στιγμή που θα πάρετε απόφαση να αποκτήσετε ένα παιδί απαραίτητο κρίνεται προληπτικός έλεγχος της γονιμότητας σας.
Ολοένα περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η γονιμότητα δεν είναι δεδομένη και πως όσο περνούν τα χρόνια μειώνονται οι πιθανότητες τεκνοποίησης, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Επιπλέον, με την πάροδο της ηλικίας μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα και διαταραχές που δεν προϋπήρχαν αλλά μπορεί να δημιουργήσουν επιπλοκές σε μια εγκυμοσύνη. Αν στα μελλοντικά σας σχέδια συμπεριλαμβάνεται ένα παιδί, καλό είναι λοιπόν να εντάξετε στο κλασικό τσεκ απ και έναν προληπτικό έλεγχο της γονιμότητάς σας.
Ο μαιευτήρας – χειρουργός γυναικολόγος, MD, Ph.D., επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Εξωσωματικής Αθηνών, κ. Βασίλης Αθανασίου, δίνει τις κατευθυντήριες οδηγίες προς τους ενδιαφερόμενους, ανάλογα με το φύλο και την ηλικία.
«Μπορεί ένα ζευγάρι να θεωρεί ότι δεν χρειάζεται ακόμα τον μαιευτήρα ή τη μαία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προγραμματίζει προληπτικό έλεγχο. Ο γιατρός θα καταγράψει και θα αξιολογήσει το ατομικό και το οικογενειακό ιστορικό, την παρούσα κατάσταση της υγείας και τυχόν φάρμακα, διατροφικά συμπληρώματα ή άλλα σκευάσματα που παίρνουν. Αναλόγως με την περίπτωση θα συστήσει στη συνέχεια μία σειρά από εξετάσεις» λέει ο κ. Αθανασίου.
Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, πρόκειται συνήθως για εξετάσεις αίματος (π.χ. γενική αίματος, βιοχημικές εξετάσεις), ανάλυση ούρων, εμβολιασμό (λ.χ. για ερυθρά, ανεμευλογιά), ένα τεστ Παπ και ένα υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας εάν έχει παρέλθει ικανός χρόνος από την τελευταία εξέταση, και αν είναι απαραίτητο πρόσθετες εξετάσεις (π.χ. για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, υπερηχογράφημα μαστού ή μαστογραφία οι γυναίκες έχουν συμπληρώσει τα 40 ετη κ.λπ.).
Αν η γυναίκα δεν έχει ακόμα αποκτήσει παιδί, απαραίτητος είναι και ο έλεγχος της γονιμότητας, ιδιαίτερα αν έχει περάσει τα 32 της χρόνια. Σε αντίθεση με τους άνδρες που παράγουν σπερματοζωάρια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, οι γυναίκες γεννιούνται με όλα τα ωοθυλάκια. Ο αριθμός τους, όμως, δεν παραμένει σταθερός αλλά μειώνεται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ ελάχιστα θα ωριμάσουν ώστε να απελευθερώσουν ένα ωάριο.
Έτσι, όπως εξηγεί ο κ. Αθανασίου, τα περίπου 1-2 εκατομμύρια ωοθυλάκια που η γυναίκα διαθέτει τη στιγμή της γέννησής της, γίνονται 300.000-500.000 έως την εφηβεία, 25.000 στην ηλικία των 37 ετών και 1.000 στα 51 της, που είναι η μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης στη Δύση. Απ’ όλα αυτά τα ωοθυλάκια, θα έχουν παραχθεί συνολικά 300-350 ωάρια, και κάποιο ή κάποια από αυτά θα πρέπει να γονιμοποιηθούν για την απόκτηση παιδιού.
Ωστόσο δεν θα είναι όλα τα ωάρια κατάλληλα για τεκνοποίηση, διότι με τον καιρό φθίνει και η ποιότητά τους. Τα καλύτερα αναπαραγωγικά χρόνια για τη γυναίκα είναι από 20 έως 29 ετών – σε αυτό το διάστημα μία υγιής και γόνιμη γυναίκα έχει 26% πιθανότητες να μείνει έγκυος. Στα 30 χρόνια, οι πιθανότητες αυτές είναι 20%, αλλά μετά τα 32 μειώνονται αργά αλλά σταθερά για να γίνουν κάτω από 5% στην ηλικία των 40 ετών.
«Η ηλικιακή μείωση της γονιμότητας μπορεί να επηρεάσει και τα ποσοστά επιτυχίας των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Μεγάλη ανάλυση σε κύκλους εξωσωματικής στις ΗΠΑ έδειξε πως όταν οι γυναίκες χρησιμοποιούν δικά τους ωάρια το ποσοστό των κύκλων που οδηγούν στη γέννηση ζωντανού μωρού είναι 41,5% για τις γυναίκες κάτω των 35 ετών, 31,9% για τις γυναίκες ηλικίας 35-37 ετών, 22,1% για τις γυναίκες ηλικίας 38-40 ετών, 12,4% για τις γυναίκες ηλικίας 41-42 ετών, 5% για τις γυναίκες ηλικίας 43-44 ετών και 1% για τις γυναίκες άνω των 44 ετών. Αντιθέτως, όταν η εξωσωματική γίνεται με ωάρια από νεαρές, υγιείς δότριες, το ποσοστό επιτυχίας είναι 51%, ανεξάρτητα από την ηλικία της γυναίκας που υποβάλλεται σε αυτήν. Για όλους αυτούς τους λόγους, καλό είναι να γίνεται προληπτικός έλεγχος της γονιμότητας της γυναίκας που έχει περάσει τα 30 της χρόνια» επισημαίνει ο ειδικός.
Οι πιθανές εξετάσεις που μπορεί να χρειαστεί περιλαμβάνουν κατ’ αρχήν μέτρηση των επιπέδων ορισμένων ορμονών (FSH, LH, TSH, οιστραδιόλη, προγεστερόνη, προλακτίνη) στο αίμα και διακολπικό υπερηχογράφημα για τον έλεγχο της μήτρας και των ωοθηκών. Μπορεί επίσης να χρειασθεί εξέταση βλέννας από τον τράχηλο μετά από σεξουαλική επαφή, για να ελεγχθεί κατά πόσον είναι δεκτική στα σπερματοζωάρια τα οποία πρέπει να φθάσουν στις σάλπιγγες για να γίνει η γονιμοποίηση (ο ειδικός θα ελέγξει πόσα σπερματοζωάρια φέρει η βλέννα και πόσο δραστήρια είναι).
Μπορεί επίσης να προταθεί υστεροσαλπιγγογραφία, με την οποία ελέγχεται η διαβατότητα των σαλπίγγων αλλά και η κατάσταση της μήτρας. Η εξέταση αυτή γίνεται με έγχυση σκιαγραφικού υγρού από τον κόλπο και είναι ανώδυνη και σύντομη.
Έλεγχος γονιμότητας στους άνδρες
Σε ό,τι αφορά τους άνδρες, το τσεκ απ περιλαμβάνει διάφορες αιματολογικές εξετάσεις (π.χ. γενική αίματος, βιοχημικές εξετάσεις), ανάλυση ούρων, μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και ίσως μέτρηση του PSA αν έχουν ηλικία άνω των 40 ετών. Καλό είναι επίσης να γίνονται εξετάσεις ειδικές για την γονιμότητα, αφού στο 35% των περιπτώσεων υπογονιμότητας αιτία είναι κάποια διαταραχή στον άνδρα, με κυριότερες την ολιγοσπερμία (μειωμένος αριθμός σπερματοζωαρίων), την μειωμένη κινητικότητα και την κακή μορφολογία των σπερματοζωαρίων.
Η κύρια εξέταση που συνιστάται είναι το σπερμοδιάγραμμα με το οποίο ελέγχονται όλες οι παράμετροι του σπέρματος, όπως ο όγκος και η οξύτητά του, ο αριθμός (συγκέντρωση) των σπερματοζωαρίων, η κινητικότητα και η μορφολογία τους. Μπορεί επίσης να γίνει ορμονικός προσδιορισμός (εξέταση αίματος με την οποία θα καταγραφούν τα επίπεδα των ορμονών FSH, LH, προλακτίνη και τεστοστερόνη) και καλλιέργεια σπέρματος για την ανίχνευση τυχόν βακτηρίων και τεστ ευαισθησίας (αντιβιόγραμμα) για να εξακριβωθεί ποια αντιβιοτικά είναι απαραίτητα για την καταπολέμησή τους. Το αν θα χρειασθούν πρόσθετες εξετάσεις και τυχόν θεραπείες, θα εξαρτηθεί από τα αποτελέσματα τους.