Εφηβεία / 17+

Όταν οι έφηβοι «κλείνονται» στους εαυτούς τους

Συχνά, τα παιδιά κατά τη διάρκεια της εφηβείας, «κλείνονται» στον εαυτό τους και σιωπούν. Σε ποια ηλικία συμβαίνει περίπου αυτό και πόσο μπορεί να κρατήσει; Πώς μπορεί να διαχωρίσει ένας γονιός το κατά πόσο αυτή η συμπεριφορά είναι «φυσιολογική» ή μπορεί να πάρει ανησυχητικές διαστάσεις (π.χ. αρχή κατάθλιψης); Ποια στοιχεία διαφοροποιούν το πρώτο από το δεύτερο;

1. Όπως όλοι γνωρίζουμε η εφηβεία είναι η περίοδος που γίνεται η μετάβαση από την παιδική στην ενήλικη ζωή. Αυτή η μετάβαση συνοδεύεται από σωματικές αλλαγές όπου αναπτύσσονται τα χαρακτηριστικά του φύλου και η δυνατότητα αναπαραγωγής και ψυχικές αλλαγές όπου τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους σαν ξεχωριστούς και ιδιαίτερους ανθρώπους με δικές τους ανάγκες και θέλω. Επιπλέον, η ανάγκη τους να γίνουν αποδεκτά από το κοινωνικό τους σύνολο γίνεται πιο έντονη, και οι απαιτήσεις στο σχολείο γίνονται πιο πιεστικές, στοιχεία που αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας της διαβίωσης τους.

Συνήθως, όταν κάποια παιδιά κλείνονται στους εαυτούς τους, σημαίνει ότι προσπαθούν να κατανοήσουν και να αποδεχτούν αυτά που συμβαίνουν στο σώμα τους, στο μυαλό τους και στο περιβάλλον τους. Επίσης, πολλές φορές ντρέπονται να μοιραστούν τις ανησυχίες τους για να μην σχολιαστούν αρνητικά. Καθώς το κάθε παιδί και βιολογικά και ψυχικά, έχει τους δικούς του ρυθμούς ανάπτυξης, η ηλικία δεν μπορεί να είναι προκαθορισμένη για όλα τα παιδιά.

Για να καταλάβει ένας γονιός αν είναι φυσιολογικό το γεγονός ότι το παιδί του έχει κλειστεί στον εαυτό του, δεν πρέπει να κρίνει με βάση τη μεταξύ τους σχέση αλλά να εξετάσει πως έχουν διαμορφωθεί και οι υπόλοιποι τομείς στην καθημερινότητα του. Αν για παράδειγμα το παιδί έχει απομονωθεί και από τους φίλους του, αν έχει παρουσιάσει ξαφνική και μεγάλη πτώση στη σχολική του επίδοση, αν αρνείται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα και είναι συνέχεια μελαγχολικό, σίγουρα οι γονείς δεν πρέπει να το αγνοήσουν και ίσως να χρειαστεί επίσκεψη σε κάποιον ειδικό. Επίσης, ο αυτοτραυματισμός και οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν έντονα σημάδια της κατάθλιψης στην εφηβεία είναι.

2. Τα παιδιά στην εφηβεία αναζητούν τη δική τους ταυτότητα, την ανεξαρτητοποίησή τους, και φιλοδοξούν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με τους γονείς τους. Ποια ανάγκη τους καλύπτουν με τη σιωπή και τη στροφή στον εαυτό και ποια η σχέση αυτής της συμπεριφοράς με την παραπάνω διαδικασία; Γιατί «στόχος» της είναι κυρίως οι γονείς;

Σύμφωνα με τις εξελικτικές θεωρίες, τα παιδιά που διανύουν την εφηβεία αποκτούν την ικανότητα της αφαιρετικής σκέψης. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν πλέον από μόνα τους να επεξεργάζονται υποθετικές καταστάσεις και πιθανά αποτελέσματα. Σαν συνέπεια, εξετάζουν αυτά που έχουν μάθει και αρχίζουν μια συνειδητή επιλογή τρόπου αντίληψης της πραγματικότητας και στάσης προς τη ζωή.
Προσπαθούν να στις δικές τους αρχές με βάση τα δικά τους θέλω και αρχίζουν να κατανοούν ποιοι είναι οι ίδιοι και χρησιμοποιούν σαν πρωταρχικό παράδειγμα συνομήλικους που γίνονται εύκολα αποδεκτοί από το σύνολο. Οι βασικοί λόγοι που «στόχος» είναι κυρίως οι γονείς είναι δύο. Πρώτων, καθώς οι γονείς είναι οι κυρίαρχες φιγούρες στην ανατροφή των παιδιών και οι άνθρωποι που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή, καθίσταται αναγκαίο για τα παιδιά να κρατήσουν κάποια απόσταση για να μπορέσουν να βρουν τη δική τους προσωπική ταυτότητα.

Δεύτερων, οι γονείς δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι όπως αλλάζουν τα παιδιά έτσι αλλάζει και ο δικός τους ρόλος με συνέπεια, αντί να τα βοηθήσουν να αποδεχτούν τις αλλαγές που τους συμβαίνουν και να σεβαστούν τις ανάγκες τους, συνεχίζουν να τους υποδεικνύουν, ίσως και πιο επίμονα τι είναι σωστό και τι λάθος, γεγονός που τα κάνει να απομακρύνονται ακόμα περισσότερο.

3. Τι συναισθήματα βιώνουν οι γονείς σε σχέση με αυτή τη συμπεριφορά του παιδιού; Τι είδους ανασφάλειες και φόβοι δημιουργούνται με τη διακοπή των «επικοινωνιακών» σχέσεων με το παιδί και τι επίπτωση μπορεί να έχει στη μεταξύ τους σχέση;

Οι γονείς συνηθίζουν να αφιερώνουν στο παιδί και στην ανατροφή του αν όχι όλο, πολύ από τον προσωπικό τους χρόνο. Το παιδί, με τη σειρά του, τους αγαπάει δίχως ιδιαίτερους όρους, τους κοιτάει στα μάτια, τους θαυμάζει και κατά κάποιον τρόπο γνωρίζει ότι η επιβίωση του εξαρτάται πλήρως από αυτούς. Όταν το παιδί αρχίζει να απομακρύνεται, οι γονείς νιώθουν ματαίωση, γιατί πιστεύουν ότι χάνουν την αγάπη και το θαυμασμό του, και ανησυχία για το πώς θα το προφυλάξουν από τους κινδύνους που ακόμα υπάρχουν καθώς δεν έχει αποκτήσει ακόμα όλα τα απαραίτητα εφόδια για να μπορέσει να αυτοσυντηρηθεί και να προφυλάξει μόνο του τον εαυτό του.

Μπορεί να είναι λυπημένοι, αγχωμένοι και ακόμα και θυμωμένοι με αυτό που συμβαίνει και να μην έχουν την ψυχραιμία να ακούσουν το παιδί και να σεβαστούν τις ανάγκες του. Αν αυτά τα συναισθήματα τους κάνουν να είναι επικριτικοί και κάθετοι με τις απαιτήσεις τους, το μόνο που καταφέρνουν είναι να απομακρύνουν κι άλλο τα παιδιά τους και να καταστρέφουν κάθε πιθανότητα για σεβασμό και επικοινωνία.

4. Πολλές φορές βλέπουμε πως το παιδί, ενώ δεν μιλάει στους γονείς του, εμπιστεύεται πράγματα σε άλλους ενήλικες που είναι κοντά του, όπως π.χ. σε γονείς φίλων του, σε καθηγητές του, στους παππούδες του κτλ; Πώς λειτουργεί αυτή η σχέση στον έφηβο, και από τι κινδύνους τον προστατεύει; Τι συναισθήματα μπορεί να προκαλέσει στους γονείς;

Το βάρος της ευθύνης για την καλή ή κακή εξέλιξη του παιδιού πέφτει κατά κύριο λόγο στους γονείς. Αυτό σημαίνει ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων το άγχος τους και η αγωνία τους δεν τους αφήνουν να είναι ψύχραιμοι και αμερόληπτοι σε θέματα σχετικά με το παιδί τους.

Οι άλλοι ενήλικες έχουν λιγότερο άγχος από τους γονείς και μπορούν να ακούσουν το παιδί με ψυχραιμία χωρίς να τους πιάνει πανικός αν ακούσουν κάτι ανησυχητικό. Είναι πολύ θετικό το παιδί να συμβουλεύεται ενήλικες καθώς είναι πιο πιθανό να του δώσουν πιο σωστές και χρήσιμες συμβουλές από τους συνομήλικους. Σε λίγες περιπτώσεις μπορεί οι γονείς να νιώσουν ματαίωση και ζήλεια, αλλά τις περισσότερες φορές το εκλαμβάνουν θετικά και είναι ευγνώμονες, καθώς γνωρίζουν ότι κάποιοι ώριμοι άνθρωποι βοηθούν το παιδί τους.

5. Πρακτικά, πώς μπορεί ένας γονιός να υπερνικήσει αυτό το επικοινωνιακό κενό και να βρει μια ισορροπία προκειμένου να αποκαταστήσει την επικοινωνία του με το παιδί του; (η ερώτηση έχει πρακτική διάσταση, οπότε θα ήθελα να μου απαντήσετε με κάποιες πρακτικές συμβουλές)

Σε αυτό το στάδιο, οι γονείς πρέπει να είναι υπομονετικοί και να καταλάβουν ότι η απομάκρυνση είναι απαραίτητη για την ωρίμανση του παιδιού τους. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι ακόμα και αν το παιδί δείχνει να έχει απομακρυνθεί ή δεν τους ακούει, οι ίδιοι συνεχίζουν να αποτελούν πρότυπο και παράδειγμα προς μίμηση.

Για να αποκαταστήσουν την επικοινωνία, πρέπει να κατανοήσουν ότι το παιδί πλέον, σαν ενήλικας θέλει να σέβονται τις ανάγκες του και να ακούν την άποψη του, ακόμα και αν δεν συμφωνούν. Είναι σημαντικό να καταλάβουν ότι σκοπός δεν είναι να γίνουν φίλοι του παιδιού αλλά να το καθοδηγούν και να το στηρίζουν.

Για να αποκαταστήσουν την επικοινωνία πρέπει να προσπαθήσουν
• Να διατηρούν την ψυχραιμία τους.
• Να βοηθήσουν το παιδί να καταλάβει ότι οι βιολογικές και συναισθηματικές αλλαγές που συμβαίνουν είναι φυσιολογικές και να είναι πρόθυμοι να τις εξηγήσουν.
• Να κάνουν διάλογο με το παιδί τους και να το ακούν.
• Να μην απαιτούν κάθετα αλλά εξηγούν με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους είναι αντίθετοι με τις επιθυμίες του.
• Να μην υιοθετούν επικριτική στάση.
• Να είναι προετοιμασμένοι να συμβιβαστούν με κάποια αιτήματα του παιδιού.
• Να προσπαθήσουν να πλησιάζουν το παιδί σε χρόνο που είναι και οι δύο ήρεμοι.
• Να μην ξεχνούν να τονώνουν την αυτοπεποίθηση του παιδιού γιατί τώρα είναι που το έχει περισσότερο ανάγκη.

Επιπλέον, αυτή η στάση των γονέων θα βοηθήσει το παιδί να μάθει πως να επικοινωνεί παραγωγικά σε όλους τους τομείς της ζωής του. Θα είναι πολύ αποτελεσματικό αν καθιερώσουν μια εβδομαδιαία έξοδο με το παιδί τους όπου θα κάνουν μια ευχάριστη και για τους δύο δραστηριότητα. Με αυτόν τον τρόπο θα ενδυναμώσουν αυτά που τους ενώνουν και θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για καλύτερη επικοινωνία.

Μετάβαση στο περιεχόμενο