Οι καιρικές συνθήκες είναι γνωστό ότι παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην ένταση όσο και στο χρόνο -έναρξη και διάρκεια- της ύπαρξης και μετακίνησης της γύρης, γεγονός που έχει άμεση επίπτωση στα συμπτώματα των αλλεργικών.
«Για παράδειγμα, η ελιά που στην Αττική συνήθως ανθίζει τον Μάιο, σε κάποιες περιοχές της έχει ήδη ανθίσει. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή της γυρεοφορίας των διαφόρων αλλεργιογονικών φυτών ώστε να έχουμε ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ.Μήτσιας, αλλεργιολόγος, διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ωστόσο, από την παρατήρηση των αλλεργιολόγων, αλλά και από το γεγονός ότι ο φετινός χειμώνας ήταν ιδιαίτερα ήπιος, υπάρχει την περίοδο αυτή ασυνήθιστα έντονη γυρεοφορία, η οποία θα συνεχιστεί. «Αυτή η πρώιμη, έντονη και παρατεταμένη ανθοφορία των φυτών προκαλεί μεγάλη έξαρση των εποχικών αλλεργικών νοσημάτων της ‘Ανοιξης, όπως η αλλεργική ρινίτιδα/επιπεφυκίτιδα και το αλλεργικό βρογχικό άσθμα. Αυτό σημαίνει εντονότερα συμπτώματα με μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ είναι πιθανό να εκδηλώσουν συμπτώματα και άτομα που δεν είχαν πρόβλημα τα προηγούμενα χρόνια. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα κύματα της αφρικανικής σκόνης, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τα συμπτώματα της αλλεργίας», τονίζει μιλώντας το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός αλλεργιολόγος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο Ι. Παρασκευόπουλος.
Μπορώ να προλάβω την εποχική αλλεργία;
Η ιδανική μορφή πρόληψης για την εποχική αλλεργική νόσο, θα ήταν σύμφωνα με τους ειδικούς, η απόλυτη αποφυγή του αλλεργιογόνου, των γύρεων στις οποίες εκτίθεται ο αλλεργικός. «Αυτό «γεωγραφικά» είναι πρακτικά αδύνατο, καθώς η γύρη «ταξιδεύει» ακόμη και πολλά χιλιόμετρα και τα αλλεργιογονικά φυτά όπως τα αγρωστώδη, η ελιά ή το περδικάκι βρίσκονται σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, η γυρεοφορία είναι εντονότερη το πρωί και μετά το απόγευμα και επομένως ο περιορισμός της κυκλοφορίας σε εξωτερικούς χώρους τις ώρες αυτές, ενδέχεται να μετριάσει τα συμπτώματα», επισημαίνει ο κ. Μήτσιας.
Επειδή η αποφυγή των γύρεων είναι αδύνατη, άλλα μέτρα πρόληψης είναι η χρήση φίλτρων για γύρεις στα κλιματιστικά, η αποφυγή χρήσης φακών επαφής, η αλλαγή ρούχων μετά την επιστροφή στο σπίτι κ.α. Ως το πιο σημαντικό μέτρο πρόληψης, προκρίνουν οι επιστήμονες, τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, λίγες ημέρες πριν από την αναμενόμενη εμφάνιση των συμπτωμάτων, καθώς φαίνεται ότι τότε είναι αποτελεσματικότερη.
«Το πρώτο βήμα πρόληψης είναι η εύρεση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου στο οποίο είναι ευαισθητοποιημένος ο ασθενής με τη διενέργεια των αλλεργικών τεστ από τον Αλλεργιολόγο, ώστε να ξεκινήσει την φαρμακευτική αγωγή 7-10 ημέρες πριν την αναμενόμενη εμφάνιση των συμπτωμάτων, με βάση την ανθοφορία», λέει ο κ. Παρασκευόπουλος.
Όταν τα συμπτώματα δεν υποχωρούν
Ρωτήσαμε τους ειδικούς τι συμβαίνει όταν τα βασανιστικά συμπτώματα της αλλεργίας δεν υποχωρούν. Καθυστερήσαμε να λάβουμε την αγωγή που καταπολεμά τα συμπτώματα ή με τα χρόνια η αλλεργία μας έχει γίνει πιο «επιθετική»;
«Μπορεί να συμβαίνουν και τα δυο! Όταν ο αλλεργικός ασθενής καθυστερήσει να πάρει φάρμακα και έχουν ήδη ξεκινήσει τα συμπτώματα, θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο η θεραπεία για να δράσει, ενώ σε κάποιους μπορεί να παραμείνουν κάποια ενοχλήματα ακόμα και υπό φαρμακευτική αγωγή. Εκτός αυτού όμως, η εμμονή των συμπτωμάτων, η αύξηση της βαρύτητας και η προσθήκη συμπτωμάτων από τους πνεύμονες, είναι σαφής ένδειξη ότι η νόσος επιδεινώνεται και απαιτούνται πρόσθετα θεραπευτικά μέτρα» τονίζει ο κ. Παρασκευόπουλος.
Υπάρχει ακόμη η αίσθηση σε πολλούς από εμάς ότι μπορούμε να ζούμε με την εποχική αλλεργία, χωρίς απαραίτητα να την αντιμετωπίζουμε. Σε βάθος χρόνου ποιους κινδύνους μπορεί να κρύβει αυτό;
Όπως μας εξηγεί ο κ. Μήτσιας «παλιά υπήρχε η θεώρηση ότι οι αλλεργίες όσο μεγαλώνει κανείς (ιδιαίτερα τα παιδιά) θα υποχωρήσουν. Δυστυχώς, αυτό δε συμβαίνει σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 20%. Αυτό που συνήθως παρατηρείται σε σχέση με τη ρινίτιδα, είναι μια από χρόνο σε χρόνο επιμονή των συμπτωμάτων, ενδεχομένως και επιδείνωση υπό την έννοια της έντασης, της διάρκειας στο χρόνο αλλά και της ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή. Επίσης, πολλοί σταδιακά ευαισθητοποιούνται σε περισσότερα αλλεργιογόνα καθιστώντας την αντιμετώπιση δυσχερέστερη. Επιπλέον, ο ασθενής αρχίζει να «συνηθίζει» τα συμπτώματα, αισθάνεται ότι δε μπορεί να κάνει κάτι για αυτά και απογοητεύεται: πολύ συχνά παρατηρούμε συμπτώματα από την ψυχική σφαίρα σε ασθενής με μακροχρόνια ρινίτιδα».
Η «ύπουλη» σχέση της εποχικής αλλεργίας με το άσθμα
Το πιο επικίνδυνο, για τους επιστήμονες είναι ότι αυτή η σταδιακή επιδείνωση, επηρεάζει και το κατώτερο αναπνευστικό οδηγώντας στο άσθμα. «Γι’ αυτό και είναι λάθος να αντιμετωπίζεται ένας αλλεργικός αποσπασματικά ως αμιγώς ρινίτιδα ή αμιγώς άσθμα: η αλλεργική νόσος επηρεάζει το αναπνευστικό σύστημα (κατώτερο και ανώτερο) συνολικά και χρήζει ολιστικής αλλεργιολογικής προσέγγισης», καταλήγει ο κ. Μήτσιας.
«Οι πάσχοντες από αλλεργική ρινίτιδα, εμφανίζουν 30-85% μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν την ίδια περίοδο και συμπτώματα βρογχικού άσθματος. Συνήθως η εκδήλωση βρογχικού άσθματος γίνεται
μέσα σε πέντε ως οκτώ χρόνια από την έναρξη του προβλήματος, ενώ όσο πιο μεγάλη είναι η ηλικία εκδήλωσης αλλεργικής ρινίτιδας, τόσο πιο αυξημένος είναι και ο κίνδυνος εκδήλωσης βρογχικού άσθματος», συμπληρώνει ο κ. Παρασκευόπουλος.
Υπάρχει οριστική λύση;
Η αντιμετώπιση της εποχικής αλλεργίας με φαρμακευτική θεραπεία μειώνει ή σταματά τα συμπτώματα. Δεν δίνεται όμως μόνιμη λύση στο πρόβλημα και ο ασθενής παραμένει αλλεργικός. Έτσι, η διακοπή των φαρμάκων, σημαίνει επανεμφάνιση των συμπτωμάτων λόγω της αλλεργίας του.
Όπως εξηγεί ο κ. Παρασκευόπουλος, «η πλήρης απαλλαγή επιτυγχάνεται σε σημαντικό ποσοστό με την ανοσοθεραπεία ή θεραπεία απευαισθητοποίησης. Η θεραπεία δεν είναι κατάλληλη όμως για όλους. Διενεργείται σε επιλεγμένους ασθενείς βάσει κριτηρίων και σκοπεύει στην πλήρη ίαση. Γίνεται είτε με υπογλώσσιες σταγόνες που προσφέρουν ασφάλεια και λαμβάνονται στο σπίτι είτε με ενέσεις που είναι πιο αποτελεσματικές και γίνονται στο ιατρείο. Οι νέες μορφές ενέσιμων εμβολίων γίνονται από την αρχή μια φορά μηνιαίως, με αποτέλεσμα την καλύτερη διευκόλυνση και συμμόρφωση του πάσχοντα».
Όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά
Οι εποχικές αλλεργίες εμφανίζονται συνήθως Άνοιξη, από τα τέλη Φεβρουαρίου ως τα τέλη Ιούνιου και κάποιες φορές το Φθινόπωρο τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, με καθημερινά συμπτώματα, όσο εκτίθεται κάποιος στην γύρη που είναι ευαισθητοποιημένος. Όπως εξηγεί ο κ. Παρασκευόπουλος, εκδηλώνονται ως αλλεργική ρινίτιδα με συνεχόμενους πταρμούς (φτερνίσματα), μπούκωμα, καταρροή, φαγούρα στη μύτη, και ενοχλήσεις στον ουρανίσκο, τον φάρυγγα και στα αυτιά. «Συνήθως υπάρχει και αλλεργική επιπεφυκίτιδα με κοκκίνισμα των ματιών, έντονη φαγούρα γύρω και μέσα στα μάτια, δάκρυα και φωτοφοβία. Συχνά υπάρχει βήχας, ο οποίος είναι ξηρός και αρκετά ενοχλητικός, καθώς και αίσθημα πονοκεφάλου («βαρύ» κεφάλι)», όπως εξηγεί.
Τα πιο σοβαρά συμπτώματα είναι αυτά του αλλεργικού άσθματος. Δεν είναι σύνηθες να πρωτοεμφανίσει κανείς συμπτώματα άσθματος καθώς, συνήθως, προηγείται κατά κάποια χρόνια ρινίτιδα ή/και επιπεφυκίτιδα. «Επειδή, όμως, πολλές φορές ο ασθενής και η οικογένειά του δεν δίνει τη σημασία που πρέπει στη ρινίτιδα, δεν αποκλείεται τα πρώτα συμπτώματα που θα προβληματίσουν να είναι από το στήθος: αυτά είναι επίμονος βήχας, συριγμός (τα γνωστά σε πολλούς «γατάκια») ή και δύσπνοια. Εκλυτικοί παράγοντες συνήθως είναι μια ίωση και η άσκηση», αναφέρει ο κ. Μήτσιας.
Γιατί μπερδεύουμε τις εποχικές αλλεργίες με τις ιώσεις
Τα συμπτώματα των αλλεργιών του αναπνευστικού, δε διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ παιδιών και ενηλίκων. Αυτό, όμως, που είναι σημαντικό είναι να διαχωρίσουμε την αλλεργία από τις ιώσεις καθώς, ιδίως στα παιδιά, παρουσιάζουν ανάλογα συμπτώματα.
«Πολύ συχνά, οι γονείς πιστεύουν ότι το παιδί έχει αλλεργία ακόμη και από τη γέννηση. Αυτό δεν είναι σωστό: η αλλεργική ρινίτιδα είναι πολύ σπάνια σε ηλικίες κάτω των 3-4 ετών και τα όποια συμπτώματα υπάρχουν συνήθως οφείλονται σε ιώσεις. Πρέπει να λάβουμε υπόψιν και το ότι τα περισσότερα παιδιά σε εκείνη την πρώτη παιδική ηλικία πρωτοπηγαίνουν σε παιδικό σταθμό και επομένως εκτίθενται σε πολλούς λοιμώδεις παράγοντες» εξηγεί ο κ. Μήτσιας.
Από την άλλη, συμπτώματα που επανέρχονται χρόνο με το χρόνο, την ίδια περίοδο, που επιμένουν μέσα σε αυτή επί μήνες, πιθανότατα προδίδουν αλλεργική αιτία. «Τονίζεται ότι δύο είναι οι παράγοντες που προδιαθέτουν ένα παιδί σε αλλεργία του αναπνευστικού: ο πρώτος είναι η ατοπική δερματίτιδα. Ένα παιδί με ατοπική δερματίτιδα τον πρώτο χρόνο ζωής, για παράδειγμα, έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσει αλλεργία. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το οικογενειακό ιστορικό: αν οι γονείς είναι αλλεργικοί, αυξάνει η πιθανότητα το παιδί να παρουσιάσει σε κάποια φάση της ζωής του αλλεργία», εξηγεί ο ίδιος.
Τέλος, πρέπει να είναι σαφές ότι αλλεργία και ιώσεις δεν αλληλοαποκλείονται. Ένα παιδί με αλλεργική ρινίτιδα μπορεί κάλλιστα να κολλήσει κάποια ίωση όπως οποιοδήποτε άλλο: στην περίπτωση αυτή τα συμπτώματα από τη μύτη είναι εντονότερα, ενώ τότε εμφανίζονται και συχνότερα συμπτώματα άσθματος, επισημαίνουν οι επιστήμονες.