Όλες οι τροφικές αλλεργίες δεν είναι το ίδιο, όπως και όλοι οι ασθενείς δεν είναι παρόμοιοι.
Έτσι, δεν υπάρχει κανόνας στη διάρκεια και την εξέλιξη της τροφικής αλλεργίας σε κάθε παιδί.
Το είδος του αλλεργιογόνου είναι ένας σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τη μετέπειτα πορεία: για παράδειγμα, η αλλεργία στους ξηρούς καρπούς ή στο ψάρι διαρκεί αρκετά περισσότερο από ό,τι η αλλεργία στο γάλα ή το αυγό.
Όμως, ακόμα και η διάρκεια ή η βαρύτητα της αλλεργίας στο γάλα ενδέχεται να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από άτομο σε άτομο, και αυτό εξαρτάται από τα αποτελέσματα των ειδικών εξετάσεων, αλλά και τις συνυπάρχουσες ατοπικές διαταραχές του παιδιού, όπως την ατοπική δερματίτιδα ή το αλλεργικό άσθμα.
Όλα τα κλινικά στοιχεία, οι εργαστηριακές εξετάσεις και οι σχετιζόμενοι προγνωστικοί παράγοντες συνυπολογίζονται από τον αλλεργιολόγο, ώστε να εξαχθεί μια κατά το δυνατόν αξιόπιστη εκτίμηση της μελλοντικής πορείας της αλλεργίας.
Σημαντικότερο ακόμη, το παιδί και η οικογένεια οφείλουν να γνωρίζουν τι ακριβώς να αποφεύγουν, ποιες είναι οι πιθανότητες βαριάς αντίδρασης και πώς να αντιμετωπίσουν με επιτυχία μια ενδεχόμενη τέτοια αλλεργική αντίδραση.
Εξίσου σημαντικό είναι φυσικά να γνωρίζει η οικογένεια τι δε χρειάζεται να αποφεύγει, καθώς είναι συχνό φαινόμενο σε περιπτώσεις τροφικής αλλεργίας οι οδηγίες αποκλεισμού από μη ειδικούς ιατρούς να περιλαμβάνουν πολλές σχετικές και άσχετες τροφές, δημιουργώντας προβλήματα στην κατάρτιση του διαιτολογίου, τη σωστή ανάπτυξη και την ψυχολογική ισορροπία του αλλεργικού παιδιού.
Στον τομέα της υποκατάστασης των τροφών που αποκλείονται από τη διατροφή, είναι πολλές φορές σημαντική εκτός από τη διαγνωστική προσέγγιση του αλλεργιολόγου και η συμβολή του κλινικού διατροφολόγου, που θα εξασφαλίσει με εξατομικευμένο τρόπο την αναπλήρωση όλων των θρεπτικών στοιχείων που αφαιρούνται με τον αποκλεισμό των αλλεργιογόνων τροφών.
Όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που για την τροφική αλλεργία δεν υπάρχει παραδοσιακή θεραπεία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια του παιδιού, μέχρι τη στιγμή που η αλλεργία θα αποδράμει από μόνη της.
Παρότι σε ερευνητικό επίπεδο δοκιμάζονται φάρμακα που πιθανόν να έχουν επίδραση στη διάρκεια της αλλεργίας, προς το παρόν δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτά: τα μοναδικά φάρμακα που έχουμε στη διάθεση μας για ευρεία χρήση είναι αυτά που αντιμετωπίζουν μια αλλεργική αντίδραση, χωρίς όμως να μεταβάλλουν την κατάσταση της χρόνιας αλλεργίας.
Εντούτοις, τα τελευταία λίγα χρόνια, η ‘θεραπευτική’ της τροφικής αλλεργίας σε διεθνές επίπεδο έχει εστιάσει στην ενεργητική αντιμετώπιση (απευαισθητοποίηση) της τροφικής αλλεργίας. Αυτή εφαρμόζεται με χρήση ειδικών πρωτοκόλλων σε διαγνωσμένους αλλεργικούς ασθενείς, στους οποίους θέλουμε να αυξήσουμε την καθημερινή ασφάλεια (μειώνοντας τη βαρύτητα αντιδράσεων από τυχαία έκθεση) και να βελτιώσουμε την πρόγνωση, επιταχύνοντας ίσως την αποδρομή της συγκεκριμένης αλλεργίας.
Με απλά λόγια, προσπαθούμε να εισαγάγουμε στη διατροφή το υπεύθυνο αλλεργιογόνο (ή κάποιο συγγενικό/τροποποιημένο), αρχικά σε ιχνοποσότητες, τις οποίες σταδιακά ανεβάζουμε, πάντοτε υπό αυστηρή ιατρική επίβλεψη. Η σταδιακή αύξηση των ποσοτήτων γίνεται ανεκτή από τον οργανισμό, ο οποίος τελικά μπορεί να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες της αλλεργιογόνου τροφής, χωρίς να παρουσιάζει οποιαδήποτε αντίδραση και για όσο συνεχίζει να καταναλώνει τακτικά την τροφή.
Αυτή μάλιστα η τακτική πρόσληψη του αλλεργιογόνου, παρότι ασυμπτωματική, μπορεί να ‘συμφιλιώνει΄ το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου με το ‘παρεξηγημένο’ αλλεργιογονο, επιταχύνοντας την αποδρομή της αλλεργίας. Είναι φυσικά αυτονόητο ότι οποιαδήποτε ενεργητική παρέμβαση τέτοιου είδους θα πρέπει να καθοδηγείται εξ ολοκλήρου από εξειδικευμένο αλλεργιολόγο, καθώς ο οποιοσδήποτε ‘αυτοσχεδιασμός’ από τη μεριά του ασθενούς μπορεί να είναι επικίνδυνος.
Στις μέρες μας, η ενεργητική αντιμετώπιση με χορήγηση τροποποιημένης ή διασταυρούμενης πρωτεΐνης τροφής μπορεί να είναι δυνατή σε αρκετές περιπτώσεις αλλεργίας στο αγελαδινό γάλα, το αυγό, το ψάρι και κάποια φυτικά προϊόντα (ξηρούς καρπούς και φρούτα), ενώ εξειδικευμένα πρωτόκολλα επαγωγής της ανοχής είναι προς το παρόν εφαρμόσιμα σε επιλεγμένα παιδιά με επίμονη, ισχυρή αλλεργία στο αγελαδινό γάλα.
Αυτά κατά κύριο λόγο εφαρμόζονται σε τριτοβάθμια αλλεργιολογικά κέντρα με σκοπό τη συνολική βελτίωση της ασφάλειας και της ποιότητας ζωής ολόκληρης της οικογένειας, ενώ απευθύνονται κυρίως σε παιδιά με έντονη αλλεργική προδιάθεση και με ιστορικό συχνών και επικίνδυνων αντιδράσεων.