Στην…Εντατική βρίσκεται το νοσοκομείο Διδυμοτείχου. Ένα νοσοκομείο που, παρότι θα έπρεπε να είναι «ζωντανό», ακμαίο, αυτόνομο και έτοιμο να καλύψει τις σημαντικές ανάγκες υγείας του πληθυσμού, έχει αφεθεί στην υποβάθμιση και την εγκατάλειψη, με ό,τι αυτό σηματοδοτεί για την υγειονομική, και όχι μόνο, στήριξη του ακριτικών περιοχών, και δη σε ένα τόσο νευραλγικό σημείο της χώρας, όπως ο Έβρος.
Η συρρίκνωση του προσωπικού, των πόρων και τελικά των υπηρεσιών υγείας που μπορεί να παρασχεθούν, είναι διαρκής τα τελευταία χρόνια όπως καταγγέλλει το Σωματείο Εργαζομένων –όπως συνεχείς είναι και οι προσπάθειες των εργαζομένων να σταματήσουν την υποβάθμιση του νοσηλευτικού ιδρύματος.
«Στη Θράκη, σε μία απόσταση 120 χλμ από την Ξάνθη έως την Αλεξανδρούπολη υπάρχουν τρία μεγάλα νοσοκομεία, ενώ από την πρωτεύουσα του Έβρου έως το Ορμένιο, σε απόσταση 180 χλμ. υπάρχει δυστυχώς ένα υποβαθμισμένο νοσοκομείο, αυτό του Διδυμότειχου» λέει στο protothema.gr ο πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων, κ. Στάθης Στάμος.
Το νοσοκομείο Διδυμοτείχου δεν διαθέτει βασικές ιατρικές ειδικότητες όπως ουρολόγο, οφθαλμίατρο, ορθοπεδικό, οδοντίατρο, ενώ οριακή είναι η κάλυψη των θέσεων και σε άλλες ειδικότητες. Είναι ενδεικτικό ότι λόγω της έλλειψης του αναγκαίου προσωπικού ο αξονικός τομογράφος λειτουργεί μόνο το πρωί, σαν να μην είναι νοσοκομείο δευτεροβάθμιας περίθαλψης που πρέπει να καλύψει και το απόγευμα επείγοντα περιστατικά.
Από τις 51 θέσεις ιατρών είναι καλυμμένες οι 29, ενώ από τις 177 θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού στο νοσοκομείο βρίσκονται 140 νοσηλευτές, με ένα δυνατό κύμα αποψίλωσης να βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το θλιβερό αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής που ακολουθείται από τη διοίκηση του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης όπου υπάγεται διοικητικά το νοσοκομείο του Διδυμότειχου, είναι να έχει κλείσει η ΜΕΘ λόγω έλλειψης νοσηλευτών και πλέον να απειλείται και η λειτουργία της Μονάδας Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ).
«Δυστυχώς, το νοσοκομείο μας αντιμετωπίζεται από τους υπεύθυνους της Υγειονομικής περιφέρειας ως δεξαμενή άντλησης προσωπικού για το νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης» σχολιάζει ο κ. Στάμος. Την ίδια στιγμή, όμως, καταγγέλλει, πως ενώ το ελλειμματικό νοσηλευτικό προσωπικό του νοσοκομείου Διδυμοτείχου μετακινείται προς την Αλεξανδρούπολη, το Κέντρο Υγείας Ορεστιάδας «σφύζει» από νοσηλευτές: έχει 12 θέσεις νοσηλευτών αλλά εργάζονται εκεί περισσότεροι από τους διπλάσιους, για την ακρίβεια 29, χωρίς κανείς να δίνει εξηγήσεις για το «πλεόνασμα» νοσηλευτών και τη μη μετακίνησή τους σε άλλη μονάδα υγείας.
Ο δρόμος προς την Τουρκία
Μοιραία οι κάτοικοι της περιοχής, που αισθάνονται ότι φυλάσσουν Θερμοπύλες, αναζητούν λύσεις για την υγεία τους, την περίθαλψή τους, τη νοσηλεία τους. Είναι σχεδόν μονόδρομος για τους κατοίκους του βόρειου Έβρου να απευθύνονται για οδοντιατρικές υπηρεσίες στη Βουλγαρία και για άλλες ειδικότητες στην Τουρκία, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αδριανούπολης, ένα από τα μεγαλύτερα νοσηλευτικά ιδρύματα της γείτονος χώρας το οποίο απέχει μόλις 17 χιλιόμετρα από την Ορεστιάδα. «Οι άνθρωποι όταν πρόκειται για θέματα υγείας επιλέγουν τον πιο σύντομο και τον πιο οικονομικό δρόμο. Το ίδιο κάνουν και οι κάτοικοι του βόρειου Έβρου, με πολλούς από αυτούς να μην αισθάνονται καλά παρά ταύτα, να μην το μοιράζονται και να το κάνουν διακριτικά έως και κρυφά» λέει ο κ. Στάμος. Ο ίδιος εκτιμά πως οι ιατρικές επισκέψεις των Ελλήνων προς τη Βουλγαρία, αλλά κυρίως προς την Τουρκία είναι πολύ περισσότερες από αυτές που δηλώνονται από τους ασθενείς.
Αναφέρει, μάλιστα, ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από την επίσκεψη του υπουργού Υγείας τον περασμένο Ιανουάριο στο νοσοκομείο Διδυμότειχου, όταν ο νεφρολόγος του νοσοκομείου είπε στον κ. Ανδρέα Ξανθό ότι «ντρέπομαι που υπάρχει Έλληνας που αναγκάστηκε να πάει στην Αδριανούπολη για αιμοκάθαρση» για να λάβει τη διαβεβαίωση ότι η κατάσταση θα αλλάξει άρδην και το προσωπικό του νοσοκομείου θα ενισχυθεί.
Οι εργαζόμενοι αλλά και οι κάτοικοι καθώς και εκπρόσωποι αρχών και φορέων της περιοχής είχαν βασιστεί στην πολιτική δέσμευση του υπουργού Υγείας ότι το νοσοκομείο θα αναβαθμιστεί, αναμένοντας αυτό να αποτυπωθεί στον πρόσφατο νόμο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), ωστόσο αυτό δεν έγινε και η αυτοτέλεια του νοσοκομείου παραμένει στα λόγια.