Ο Βύρωνας Κατρίτσης είναι παλιός γνώριμος του Kaboom. Σας δίνετε η ευκαιρία να γνωρίσετε και εσείς τον Βύρωνα μέσα από τα λόγια -και τη μουσική- του ίδιου. Ιδού λοιπόν. Η λίστα που ακολουθεί αποτελείται από επιλογές των διάφορων δισκογραφικών κυκλοφοριών του Βύρωνα Κατρίτση. Περισσότερα μπορείτε να ακούσετε στο bandcamp του.
Κάποιοι αποφασίζουν να γίνουν στελέχη επιχειρήσεων ή υδραυλικοί. Περιπτεράδες ή πολιτικοί, ασφαλιστές ή προαγωγοί. Ακόμα κάποιοι αποφασίζουν να πάνε εκδρομή στο Ναύπλιο (και κάποιοι να μην πάνε) και κάποιοι να αγοράσουν την εσπρεσιέρα που λιμπίζονταν εδώ και καιρό. Αυτές, καλές ή κακές, είναι αποφάσεις. Το να γίνεις μουσικός δεν είναι απόφαση. Κι αυτό, γιατί εδώ, δεν εμπεριέχεται ο παράγοντας της εκλογής. Της εναλλακτικής. Απολαμβάνω τη μουσική από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σιγουρεύτηκα ότι η μουσική είναι η μεγαλύτερη ηδονή που μπορεί να υπάρξει.
Δεν άλλαξα ποτέ γνώμη επί του θέματος. Κατά συνέπεια δεν τίθεται θέμα αν κέρδισες ή έχασες προσχωρώντας στο στρατόπεδο της μουσικής. Είναι αδιάφορο. Όλοι είναι προορισμένοι να ζήσουν με τον τρόπο που θέλουν και το επάγγελμα ή η απασχόληση εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό το άτομο. Ωστόσο, κάποιοι δεν κατορθώνουν να διεκδικήσουν την επιθυμία τους. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τραγωδία στη ζωή. Εγώ θαυμάζω τους αφιερωμένους. Οι περισσότεροι φαίνεται πως μάλλον τους οικτίρουν. Αλλά ποιος είναι ο λόγος να κάνεις πολλά πράγματα, να επιδίδεσαι σε ευρύτερα διαδεδομένες δραστηριότητες όταν έχεις ήδη βρει Αυτό; Χάσιμο χρόνου; Ναι, ακριβώς.
Λίγο πριν τα είκοσι ξεκίνησα να κυκλοφορώ τραγούδια σε ξενόγλωσσο στίχο σαν Byron’s girlfriend. Δεν ήξερα που πάνε τα τέσσερα. Αν δεν υπήρχε ο Μάκης Πετράτος (Next time passions, Crooner, Hyplar, Blue Black) δε θα είχα βγάλει τρεις τέσσερις κυκλοφορίες που μου τόνωσαν το ηθικό και θα είχα αργήσει να κατανοήσω τη δουλειά στο στούντιο. Ακούω τους παλιούς μουσικούς που με ειρωνεία σχολιάζουν τα φηφιακά στούντιο και ψέγουν το ότι πια οι μουσικοί δεν παίζουν μαζί αλλά χωριστά και μιξάρονται στο τέλος. Για τη δική μου γενιά όμως αυτός ο αυτισμός με τα πειράματα στον ήχο μπροστά από έναν υπολογιστή, η αέναη και άχρηστη ενδεχομένως διαρκής εξερεύνηση, υπήρξε το δικό μας άγιο δισκοπότηρο.
Η κλισέ ερώτηση αν ο μουσικός προτιμά το στούντιο ή τις συναυλίες είναι σαν κάποιος να ρωτάει το ζωγράφο αν προτιμά τα εγκαίνια της έκθεσης από το ατελιέ του. Το ένα προηγείται του άλλου και εδώ ο υπαρξισμός πέφτει στο κενό γιατί στην περίπτωσή μας η ύπαρξη δεν προηγείται της ουσίας καθώς το στούντιο και προηγείται αλλά και ταυτόχρονα αποτελεί την ουσία του καλλιτεχνικού εγχειρήματος. Με τον Χρήστο Χριστόπουλο μας ένωνε η φιλία, όταν συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε την ίδια περιέργεια για τον ήχο. Κάπως έτσι προέκυψαν οι neon, στους οποίους κούμπωσε αργότερα ο Νίκος Γιούσεφ και το προσωπικό μου πρότζεκτ byron και το άλλο, το opsis.
Με τους neon πρωτάρχισα να νιώθω όλη αυτήν την ελευθερία που μπορεί να βρει κανείς στην τέχνη όταν δεν τον βαραίνει η εμπειρία στην πλάτη και ψάχνοντας, ανοίγει δρόμους. Καμιά φορά σκέφτομαι – και καταθλίβομαι αλήθεια – πως ότι είναι να κάνεις, το έχεις ήδη κάνει μέχρι τα είκοσι πέντε σου. Μετά απλά επαναλαμβάνεις ακριβώς το ίδιο πράγμα σε καλύτερη συσκευασία. Εύχομαι ειλικρινά να μην ισχύει… Αλλά κι αν ισχύει, ελπίζω να μην το συνειδητοποιήσω.
(Παρακάτω μια επιλογή από τη μουσική για το θέατρο που έχει γράψει ο Κατρίτσης. Περισσότερα μπορείτε να βρείτε στην αντίστοιχη ενότητα και πάλι στο bandcamp)
Ένας καλός τρόπος να μην αναλύεις συνέχεια τέτοια πράγματα είναι να μη σταματάς τη δουλειά. Η μουσική για το θέατρο βοηθάει. Επίσης βοηθάει αν έχεις ένα φίλο που να είναι σκηνοθέτης, όπως τον Γρηγόρη Χατζάκη, ο οποίος να είναι εργασιομανής και αχόρταγος σε σημείο ψυχασθένειας ή ένα φίλο, όπως τον ηθοποιό Βαγγέλη Στρατηγάκο που όταν ανεβαίνει στη σκηνή σου φέρνει δάκρυα. Γενικότερα, η δουλειά για το θέατρο σε κάνει πιο ευέλικτο σαν μουσικό, λιγότερο απόλυτο και πιο πλούσιο άνθρωπο καθώς έρχεσαι σε επαφή με καλά κείμενα. Θα το συνιστούσα σε οποιονδήποτε. Εξάλλου από τότε που θάψαμε τη δισκογραφία στην Ελλάδα (ωραία ήταν στην κηδεία, είδα πολλούς φίλους και γνωστούς, τραγουδήσαμε και συγκινηθήκαμε…) είναι ένας τρόπος να προβάλεις τη δουλειά σου και να πάρεις κάποια αμοιβή.
Είμαι από αυτούς που δεν πιστεύω στην ψηφιακή εποχή της προώθησης της μουσικής. Παλιά ήταν καλύτερα. Παρατηρώ μία απαξίωση του μουσικού στο όνομα της ελευθερίας και μιας κακώς εννοούμενης αριστερής ιδεολογίας πουά στην ουσία πρόκειται για βαθιά δεξιά αντίληψη επειδή διαχέεται η άποψη της έλλειψης χρησιμότητας του καλλιτέχνη. Εξάλλου, πλατφόρμες τύπου spotify – όπως είναι γνωστό – θησαυρίζουν εις βάρος των καλλιτεχνών. Ο κόσμος είναι φανερό πως ακούει πια μουσική μέσω διαδικτύου ενώ τα πικάπ και τα cd έχουν βγάλει αράχνες. Αυτό δεν είναι κακό αλλά απαιτεί μεγαλύτερο ψάξιμο, αφού τα πάντα πια είναι εκεί έξω, και το να ξεχωρίσεις το ουσιαστικό έχει γίνει δυσκολότερο.
Τέλος, είναι επίσης προσβλητικό για τον καλλιτέχνη να έχει φτάσει στο σημείο στο οποίο το να παράγει μουσική, δεν είναι αρκετό (άρα όχι και τόσο σημαντικό) αλλά χρειάζεται να έχει γνώσεις μάρκετινγκ και να σπαταλά το χρόνο του σε άχρηστα για τον ίδιο στοιχήματα. Φαντάζομαι πως αυτή είναι μία μεταβατική κατάσταση. Κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγηθούμε γι αυτό καλό θα ήταν οι ακροατές να παραμένουν σε εγρήγορση και αγνοί.
Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του καλλιτέχνη.
Ο Βύρων Κατρίτσης έχει γράψει τη μουσική και για την παράσταση του Γρ. Χατζάκη, “Ο Πατέρας” που παίζεται αυτή την περίοδο στο Θέατρο 104.
Πήγη: kaboomzine.gr