Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1988, στο αρχονταρίκι της μονής, ο γέροντας (Bησσαρίων) άρχισε να κλαίει.
Στο ερώτημα του νυν ηγουμένου της Μονής Αγάθωνος π. Δαμασκηνού, ο οποίος τότε ήταν λαϊκός ακόμα,αποκάλυψε ένα γεγονός που είχε συμβεί κατά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων του 1941 σ’ ένα χωριό της Καρδίτσας.
“Όταν βγήκα στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο στα χέρια και είπα το “μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε”, άρχισαν να έρχονται για τη Θεία Κοινωνία όλοι οι χωριανοί.
Μια νεαρή μάνα έφερε εκεί μπροστά μου το σκελετωμένο παιδάκι της, άνοιξε το στοματάκι του και το κοινώνησα, αλλά παιδί μου… κι’ άρχισε πάλι να κλαίει ο Γέροντας
κρατούσε σφικτά το καημένο με τ’ αδυνατισμένα χεράκια του το ιερό μάκτρο και μου φώναζε κλαίγοντας:
«Κι’ άλλο Παππούλη, κι άλλο».
Πεινούσε το παιδάκι μου.
Λύγισαν τα γόνατά μου, μια τρεμούλα απλώθηκε σ’ όλο το κορμί μου, βούρκωσαν τα μάτια μου και, για να μην με δουν οι πιστοί, επέστρεψα στην Αγία Τράπεζα.
Αφήκα το Ποτήριον και κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι και έκλαψα και είπα με ανθρώπινο παράπονο:
«Γιατί Θεέ μου αφήκες την πατρίδα μου να έλθει σε τέτοια δυστυχία;
Λυπήσου Κύριε τα παιδιά μας!»