Βαρελάκια
Κάθονται όλοι σε απόσταση και σκυμμένοι ο ένας πιο ψηλά από τον άλλο. Ένα παιδί άρχιζε να πηδά από τον έναν στον άλλο, βάζοντας τα χέρια του στην πλάτη του παιδιού και αν τον ακουμπούσε λίγο, έχανε.
Άμα δεν έχανε, έμπαινε πρώτος στη σειρά και συνέχιζε ο τελευταίος.
Βασιλιά, βασιλιά με τα 12 σπαθιά
Ένα παιδί γίνεται βασιλιάς. Τα υπόλοιπα του φωνάζουνε όλα μαζί
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά! Τι δουλειά;
Απαντάει ο βασιλιάς
– Τεμπελιά.
Και τα παιδιά λένε
– Ας αρχίσουμε δουλειά!
Τα παιδιά προσπαθούν να δείξουν με νοήματα και κινήσεις στον βασιλιά, μια δουλειά που αποφάσισαν από πριν, να κάνουν.
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τη δουλειά.
Η μικρή Ελένη
Στο κέντρο κάθεται ένα παιδί που παίρνει εκείνη τη στιγμή το όνομα της μικρής Ελένης. Οι υπόλοιποι κάνουν ένα κύκλο και γυρνούν γύρω γύρω τραγουδώντας: “Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της. Σήκω επάνω, κλείσε τα ματάκια σου και πιάσε όποιον θες.” Εκείνη τη στιγμή η Ελένη πιάνει ένα παιδί και πρέπει με κλειστά τα μάτια να βρει ποιος είναι. Ύστερα μπαίνει μέσα αυτός που είχε πιάσει η μικρή Ελένη.
Η Αμπάριζα
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες. Η κάθε ομάδα έχει την έδρα της που ονομάζεται Μάνα. Σκοπός του παιγνιδιού είναι ο ένας να ακουμπήσει τον άλλο. Θα πρέπει όμως πριν από τον άλλο να έχει ήδη ακουμπήσει τη μάνα, να φωνάξει “παίρνω αμπάριζα και βγαίνω” και μετά να προσπαθήσει να ακουμπήσει τον άλλο. Αν το καταφέρει τότε ο άλλος γίνεται αιχμάλωτος της ομάδας. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να αιχμαλωτίσει η μια ομάδα τα παιδιά της άλλης.
Περνά – περνά η μέλισσα
Τα παιδιά εκλέγουν δύο αρχηγούς. Αυτοί οι δύο ονομάζονται με κάτι γλυκό ή σπουδαίο ή καλό (εγώ είμαι το δαχτυλίδι, λέει ο ένας με την διαμαντόπετρα, εγώ είμαι ένα ωραίο παγωτό με κρέμα, σοκολάτα και μπόλικο σιρόπι λέει ο άλλος, ή εγώ είμαι ο Παρθενώνας, εγώ είμαι ο ναός του Σουνίου).
Τότε στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και τα υπόλοιπα παιδιά κάνουν μία ουρά και τα δύο παιδιά χτυπούν τα χέρια τους ψηλά σαν αψίδα να περάσουν οι άλλοι από κάτω τραγουδώντας: “Περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα, παιδόπουλα…”. Σταματούν σ’ ένα παιδί που περνάει εκείνη τη στιγμή κάτω από την αψίδα και του λένε μυστικά στ’ αυτί την ονομασία που έχουν τα δύο αυτά παιδιά και το παιδί διαλέγει. Π.χ. θέλεις δαχτυλίδι ή παγωτό;
Αυτό του το λέει ο ένας συνήθως χωρίς να πει, ποιος έχει ονομαστεί με τι. Όταν το παιδί ζητήσει “το παγωτό” (ας πούμε) πηγαίνει πίσω απ’ αυτόν που έχει ονομαστεί “παγωτό” και τον κρατά από τη μέση.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται για όλα τα παιδιά να διαλέξουν. Έτσι γίνονται δύο αλυσίδες. Πιάνονται οι αρχηγοί από τα χέρια και τραβιούνται από τα πίσω παιδιά. Όποια ομάδα τραβήξει την άλλη, κερδίζει.
Σπασμένο τηλέφωνο
Το παιχνίδι παίζεται με όσους παίχτες θέλετε. Τα παιδιά κάθονται στη σειρά και ο πρώτος λέει μία λέξη στο αυτί του δεύτερου, ο δεύτερος στον τρίτο, … έτσι ώστε να φτάσει στον τελευταίο. Αν ο τελευταίος βρει την αρχική λέξη, τότε πηγαίνει μπροστά και λέει τη δική του.
Πουν΄το, πουν΄το το δακτυλίδι
Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, συνήθως ψεύτικο. Έπειτα προσπαθεί ν’ αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
«Πουν’ το, πουν’ το, το δαχτυλίδι, ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις!»
Το καθένα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το δίνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
Μήλα
Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα “τέρματα”. Χαράζονται δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά.
Με κλήρο ορίζουν ποιος από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος. Όταν το παιδί που πετάει την μπάλα για να χτυπήσει κάποιο από τα παιδιά για να φύγει από το παιχνίδι ,τότε αν κάποιο παιδί πιάσει την μπάλα και την κρατήσει, κερδίζει ένα μήλο και δεν βγαίνει από το παιχνίδι ,αν πάλι κάποιο παιδί πιάνει πολλά μήλα ,μπορεί να χαρίσει σε κάποιο άλλο που έχει φύγει από το παιχνίδι και έτσι ξαναμπαίνει, ή τα κράτα για το τέλος που μένει ,για να κερδίσει. Όταν χτυπηθεί μια φορά αφαιρείτε ένα μήλο, και έτσι ξαναρχίζουν το παιχνίδι με τους ίδιους παίχτες. Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας “Ένα μήλο”, έπειτα ο άλλος “Δύο μήλα!” κ.λ.π. Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.
Σχοινάκι
Κατ’ αναλογία, δύο παιδιά κρατούσαν το σχοινάκι και το γυρνούσαν κάνοντας «καμάρες», ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να πηδήξουν χωρίς να μπερδευτούν σε αυτό.
Συνεχίζουμε στα σκοτεινά, με το «κρυφτό εσωτερικού χώρου». Η πλήρης συσκότιση απαιτεί κλειστά παντζούρια και φώτα, «έξωση» αυτού που θα τα φυλάξει και εύρεση μιας καλής κρυψώνας μέσα στο δωμάτιο για τους υπόλοιπους. Στην συνέχεια, ο «εξόριστος» επιστρέφει, αφού μετρήσει μέχρι το εκατό και ψάχνει στα τυφλά.