Οι τραυματισμοί στον λεγόμενο πρόσθιο χιαστό σύνδεσμο (ACL) «αποτελούν σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας», που θέτει τους νέους σε κίνδυνο για την ανάπτυξη μελλοντικών προβλημάτων υγείας, δήλωσε η Dr. Louise Shaw του Royal Melbourne Hospital στη Βικτόρια, στην επιστημονική έκδοση British Journal of Sports Medicine.
Η αύξηση σε τέτοιου είδους τραυματισμούς έχει αγγίξει, μάλιστα, ακόμη και το 148% σε κάποιες περιοχές του κόσμου, γεγονός που ανησυχεί τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
«Οι ρήξεις του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, που χρήζουν χειρουργικής επέμβασης στους εφήβους αλλά και στους ενήλικες, έχουν συνήθως μεγάλο ποσοστό επιτυχίας», επισημαίνει ο Dr Γιώργος Η. Γουδέβενος, φυσικοθεραπευτής, Dr manual medicine, επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Αρκετά πράγματα μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό στον πρόσθιο χιαστό σύνδεσμο, όπως εάν κινείστε και σταματάτε γρήγορα ή εάν αλλάζετε κατευθύνσεις, εάν κάνετε μια ξαφνική κίνηση, όπως ένα άλμα ή μια στροφή, εάν κάποιος σας χτυπήσει στο γόνατο, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Οικογενειακών Ιατρών (AAFP).
Όμως η ανάκαμψη από τέτοιους τραυματισμούς μπορεί να είναι δύσκολη.
«Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι, οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τέτοιους τραυματισμούς, θα αναπτύξουν οστεοαρθρίτιδα ή εκφυλιστική αρθρίτιδα με την πάροδο των ετών», τονίζει ο Dr Γουδέβενος.
Όταν η Dr Shaw ήταν ερευνήτρια στο Αυστραλιανό Κέντρο Έρευνας για τον τραυματισμό στον αθλητισμό και την πρόληψή του, στο Πανεπιστήμιο στο Ballarat, αυτή και η συνάδελφός της Caroline Finch εξέτασαν στοιχεία για παιδιά ηλικίας από 5 έως 14 ετών, που νοσηλεύονταν για σοβαρούς τραυματισμούς στα γόνατα τη χρονική περίοδο μεταξύ 2005 και 2015.
Από τους 320 τραυματισμούς που εντόπισαν, όλοι, εκτός από 10, είχαν συμβεί σε παιδιά ηλικίας 10-14 ετών. Περισσότεροι από τους μισούς τραυματισμούς συνέβησαν σε αγόρια, ενώ οι αθλητικές δραστηριότητες αντιπροσώπευαν το 57% των τραυματισμών.
Συγκεκριμένα, το 52% των κοριτσιών και το 35% των αγοριών συμμετείχαν σε κάποια αθλητική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του τραυματισμού τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των τραυματισμών στο γόνατο αυξήθηκε από 2,74 τραυματισμούς ανά 100.000 παιδιά το 2005 σε 6,79 ανά 100.000 το 2015.
«Αυτό που είναι σαφές και πρέπει να τονισθεί είναι η μετά το χειρουργείο φυσικοθεραπευτική αποκατάσταση, κατά την οποία πρέπει να ακολουθηθεί πιστά και πειθαρχημένα το πρωτόκολλο αποκατάστασης, τόσο από τον ειδικό φυσικοθεραπευτή, όσο και από τον ασθενή.
Στόχος της θεραπείας είναι να αποκτηθεί το εύρος κίνησης, δηλαδή η κάμψη και η έκταση του γόνατος, καθώς και να ενδυναμωθούν οι μυς του κάτω άκρου, πέριξ του γόνατος. Επόμενος στόχος είναι η επανεκπαίδευση της ισορροπίας και της βάδισης.
Σημαντική, λοιπόν, στην πλήρη αποκατάσταση είναι η συνεργασία μεταξύ χειρουργού, φυσικοθεραπευτή και ασθενή», λέει ο κύριος Γουδέβενος.
Οι μεγαλύτερες απαιτήσεις που τίθενται στους νεαρούς αθλητές και ο έντονος ανταγωνισμός που παρατηρείται μεταξύ πολλών παιδιών έχουν οδηγήσει σε αυτή την αύξηση στις διαγνώσεις τραυματισμών στα γόνατα, αναφέρουν οι Αυστραλοί ερευνητές.
Επιπλέον, η τάση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει και από την αυξημένη ευαισθητοποίηση γύρω από το θέμα, που με τη σειρά της έχει συμβάλει στην αύξηση των διαγνώσεων, όπως δήλωσε η Dr Shaw στο πρακτορείο Reuters.
«Ανεξάρτητα από όλα αυτά, όμως, είναι σαφές ότι η πρόληψη των τραυματισμών στα γόνατα έχει μεγάλη σημασία», είπε χαρακτηριστικά.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι χρειάζεται αλλαγή στην αντιμετώπιση του θέματος. Προτείνουν προγράμματα ασκήσεων πρόληψης στα σχολεία και στους αθλητικούς ομίλους, τα οποία να περιλαμβάνουν νευρομυϊκές ασκήσεις. Επιπλέον προτείνουν να γίνεται σωστή και έγκυρη ενημέρωση από ειδικούς στα σχολεία.
Σημαντικός, βέβαια, είναι και ο ρόλος των γονέων. Η συνεχής επικοινωνία τους με τους προπονητές, τους εκπαιδευτές και τους φυσικοθεραπευτές παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και στην αποκατάσταση τραυματισμών, όπως μας λέει ο Dr Γιώργος Η. Γουδέβενος.
«Τα παιδιά και οι έφηβοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε μια σειρά αθλημάτων και παιχνιδιών. Αλλά και οι γονείς από την πλευρά τους θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των πιθανών δυσμενών επιπτώσεων, που μπορεί να εμφανιστούν την ώρα της άθλησης ή πάνω στο παιχνίδι», καταλήγει ο Έλληνας ειδικός.