Η κοινή συμβουλή που δεν βοηθά τους εξουθενωμένους ανθρώπους και οι σίγουρα βοηθητικές εξηγήσεις ενός ψυχαναλυτή
Ο ΕΛΙΟΤ ΠΗΡΕ πρόσφατα άδεια από τη δουλειά του για μια εβδομάδα και φυσικά ο πραγματικός λόγος της άδειας αυτής ήταν το burn out. Ως γιατρός, η εργασία του είναι εξαιρετικά απαιτητική και στρεσογόνα. Ένιωθε εξαντλημένος και χρειαζόταν επειγόντως ξεκούραση. Το πλάνο για την εβδομάδα ήταν να κοιμηθεί έως αργά, να διαβάσει το παρατημένο του μυθιστόρημα, να κάνει χαλαρούς περίπατους και να παρακολουθήσει τις αγαπημένες του σειρές.
Ωστόσο, με κάποιον τρόπο βρέθηκε να γεμίζει το πρόγραμμα του με επισκέψεις σε μουσεία τέχνης, θεατρικές παραστάσεις, ραντεβού με φίλους σε νέα μπαρ και εστιατόρια. Έπειτα, με επισκέψεις στο γυμναστήριο, μαθήματα ισπανικών κ.ο.κ. Κατά την διάρκεια της ψυχοθεραπείας του αναρωτήθηκε αν δεν θα έπρεπε να επιβραδύνει, παρόλο που ένιωθε εξαντλημένος όπως πάντα.
Οι φίλοι του στο Facebook και το Twitter αστειεύονταν για το πώς όλα αυτά ακούγονταν σαν πιο δύσκολη δουλειά από την ίδια την δουλειά του. «Προσπαθώ να καταλάβω πώς κατάφερα να κάνω τόσα πολλά, ενώ δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Κατά κάποιο τρόπο το να μην κάνω τίποτα φαίνεται αδύνατο».
Από ψυχολογικής άποψης, η μείωση των ωρών εργασίας, και η πιθανή απομάκρυνση από τα υψηλότερα επίπεδα του εργασιακού παιχνιδιού, είναι πιθανό να προκαλέσει περισσότερο παρά λιγότερο άγχος σε κάποιον που επιδιώκει αδιάκοπα να πετύχει περισσότερα.
Όταν ο Έλιοτ διαμαρτύρεται ότι δεν μπορεί να μην κάνει τίποτα, βλέπει και κρίνει τον εαυτό του από την οπτική γωνία μιας κουλτούρας που κρίνει περιφρονητικά οτιδήποτε παραπέμπει σε αδράνεια. Πράγματι ένα τεράστιο μέρος της κοινωνίας βρίσκεται υπό συνεχή αυτοέλεγχο ως προς το αν είναι αρκετά παραγωγικό. Επιπλέον, νιώθει ντροπή όταν κρίνει ότι δεν αντεπεξέρχεται στις κοινωνικές απαιτήσεις για παραγωγικότητα. Αυτή η διαδικασία προκαλεί έντονη εξάντληση στα άτομα και τα αφήνει ανίκανα να χαλαρώσουν.
Αυτή είναι η δυσχερής θέση του πάσχοντος από burnout: το αίσθημα εξάντλησης που συνοδεύεται από μια νευρική παρόρμηση να συνεχίσει να πράττει. Η επαγγελματική εξουθένωση συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας να χαλαρώνει κανείς, να «μην κάνει τίποτα» Εμποδίζει το άτομο να αγκαλιάσει τις συνηθισμένες απολαύσεις – ύπνος, περίπατοι, μεγάλα γεύματα, συζητήσεις – που προκαλούν ηρεμία και ικανοποίηση.
Ωστόσο, μπορεί να είναι αντιπαραγωγικό να συστήνετε χαλαρωτικές δραστηριότητες σε κάποιον που παραπονιέται ότι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να κάνει είναι να χαλαρώσει. Τι χρειάζεται λοιπόν για να ανακτήσει κανείς την ικανότητα να μην κάνει τίποτα ή να κάνει πολύ λίγα πράγματα; Θα περίμενε κανείς ότι η ψυχανάλυση είναι η άμεση λύση.
Όμως η ψυχανάλυση είναι συναισθηματικά απαιτητική, χρονοβόρα και συχνά δαπανηρή. Και φυσικά, δεν λειτουργεί για όλους – βασική αλήθεια όλων των θεραπειών, σωματικών ή ψυχικών. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις επαγγελματικής εξουθένωσης, οι δυσκολίες που προκαλούν πιο συχνά νευρική εξάντληση είναι περισσότερο εξωτερικές παρά εσωτερικές.
Ο χρόνος και η ενέργεια μπορεί να εξαντλούνται από καθημερινά γεγονότα της ζωής (πένθος, διαζύγιο, αλλαγές στην οικονομική κατάσταση κ.ο.κ.) καθώς και από τις απαιτήσεις της εργασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αξίζει να στραφεί κανείς, σε πρώτη φάση, σε πιο πρακτικές λύσεις – μειώνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο το ωράριο εργασίας, αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο για χαλάρωση ή για στοχαστικές πρακτικές όπως η γιόγκα και ο διαλογισμός.
Αυτό είναι τόσο θέμα ανακάλυψης μιας θεραπείας όσο και της ίδιας της θεραπείας. Η απλή ακρόαση και προσοχή στις ανάγκες του εσωτερικού εαυτού σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου μπορεί να έχει μεταμορφωτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, αυτές οι πρακτικές θα φανούν μη ρεαλιστικές σε ορισμένους πάσχοντες. Πολλοί από εμάς απασχολούνται σε τομείς που απαιτούν τιμωρητικά ωράρια εργασίας και αδιάκοπη δέσμευση.
Από ψυχολογικής άποψης, η μείωση των ωρών εργασίας, και η πιθανή απομάκρυνση από τα υψηλότερα επίπεδα του εργασιακού παιχνιδιού, είναι πιθανό να προκαλέσει περισσότερο παρά λιγότερο άγχος σε κάποιον που επιδιώκει αδιάκοπα να πετύχει περισσότερα. Έτσι, ενώ υπάρχουν πολλά μέσα με τα οποία μπορούμε να χαλαρώσουμε, η δύσκολη κατάσταση της σοβαρής επαγγελματικής εξουθένωσης είναι ακριβώς ότι δεν μπορεί να βοηθηθείς για να χαλαρώσεις. Όταν η επαγγελματική εξουθένωση έχει ψυχολογικές ρίζες, η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει.
Η νευρική εξάντληση της επαγγελματικής εξουθένωσης προκύπτει από την υποδούλωσή του ατόμου σε μια ατελείωτη to do λίστα, γεμάτη με βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα καθήκοντα. Σε μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία, κάθεστε ή ξαπλώνετε και αρχίζετε να μιλάτε χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, αφήνοντας τον εαυτό σας να πάει όπου σας πάει το μυαλό σας.
Σε διάφορα τμήματα μιας συνεδρίας μπορεί να είστε σιωπηλοί, ανακαλύπτοντας την αξία του να είσαι απλά με κάποιον, χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθείτε ή να δώσετε λογαριασμό για τον εαυτό σας, ενσταλάζοντας μια εκτίμηση για αυτό που ο Αμερικανός ψυχαναλυτής Jonathan Lear αποκαλεί «νοητική δραστηριότητα χωρίς σκοπό». Ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης είναι το «περιεχόμενο» της ψυχανάλυσης. Η συζήτηση με έναν θεραπευτή μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε εκείνα τα στοιχεία της προσωπικής μας ιστορίας και του χαρακτήρα μας που μας καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους σε συγκεκριμένες δυσκολίες, όπως η επαγγελματική εξουθένωση.
Η πρώιμη παιδική ηλικία αποτελεί κομβικό σημείο, καθώς τότε πάρα πολλοί από εμάς συνδέουμε την προσωπική μας αξία με την παραγωγικότητα και τα επιτεύγματα μας. Η συνεχής, εσωτερική πίεση «να είμαστε οι καλύτεροι» μας οδηγεί αναπόφευκτα σε αισθήματα κενότητας κάθε φορά που αποτυγχάνουμε να εκπληρώσουμε αυτή την ιδανική εικόνα που κατασκευάζουμε για τον εαυτό μας.
Τέτοιες ιδέες μπορούν να βοηθήσουν στην αμφισβήτηση των εσωτερικευμένων συνηθειών εργασίας και των δογμάτων μας σχετικά με το τι συνιστά «παραγωγική» χρήση του χρόνου μας. Μας ενθαρρύνει να σκεφτούμε τι είδους ζωή θα άξιζε να ζήσουμε, αντί να ζούμε απλώς τη ζωή με την οποία υποθέτουμε ότι έχουμε κολλήσει.
*μη ξεχάσεις να κάνεις ένα Like στη σελίδα μας στο facebook juniorsclub.gr —>ΕΔΩ